Δεν είναι όλα τα δημοψηφίσματα το ίδιο μοιραία. Με το βρετανικό δημοψήφισμα για το Brexit, ας πούμε, ο Ντέιβιντ Κάμερον έχασε έναν πόλεμο κι ο ίδιος είναι πολιτικά νεκρός. Ο Ματέο Ρέντσι, πάλι, με το ιταλικό δημοψήφισμα έχασε απλώς μια μάχη. Και παρά το βαρύ τραύμα που του άφησε η ήττα, έμεινε αρκετά ζωντανός όχι μόνο για να διεκδικήσει ξανά την ηγεσία της ιταλικής Κεντροαριστεράς, αλλά για να την κατακτήσει κιόλας.
Εντάξει, δεν μπορεί να ανακηρύξει κανείς τον Ρέντσι «Πολύ σκληρό για να πεθάνει» χωρίς να λάβει υπόψη του τις τυπολογίες της πολιτικής κουλτούρας. Στη Βρετανία, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είσαι ο Τζέρεμι Κόρμπιν, όταν χάνεις πας σπίτι σου. Στην Ιταλία παίρνεις δυο – τρεις ευκαιρίες ακόμη, στην Ελλάδα γυρνάς το αποτέλεσμα τούμπα. Αλλά αν στον Κάμερον η πολιτική αντοχή χρειάστηκε απλώς για να αποδεχτεί το μοιραίο, στον Ρέντσι τώρα, ή στον Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015, ήταν κάτι σαν υπαρξιακή συνθήκη: χωρίς αυτήν δεν θα συνέχιζαν να υπάρχουν.
Το ερώτημα τώρα είναι εάν θα οδηγήσουν τους στρατούς τους σε μια νίκη ή στον όλεθρο, όπως διαφαίνεται ότι θα κάνει ο Κόρμπιν με τους Εργατικούς στις βρετανικές εκλογές του ερχόμενου Ιουνίου. Ο Ρέντσι, πάντως, μπορεί να ελπίζει στις αντοχές της δικής του Κεντροαριστεράς αν κρίνει κανείς όχι ασφαλώς από το 70% των ψήφων που έλαβε ο ίδιος, αλλά από τα σχεδόν δύο εκατομμύρια των πολιτών που στήθηκαν στις ουρές για να ψηφίσουν. Λιγότερο σκληρός και περισσότερο επίμονος, ο Ματέο Ρέντσι μπορεί πλέον να ποζάρει ως χαρούμενο αντίδοτο στον ιό της πασοκοποίησης που έχει προσβάλει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.