Η εκλογή Τραμπ, το Brexit, οι ολλανδικές και οι γαλλικές εκλογές δύσκολα εξηγούνται με βάση την παραδοσιακή διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς. Παρουσιάζουν ανορθόδοξα πολιτικά χαρακτηριστικά, που είναι αποτέλεσμα ευρύτερων διεργασιών. Υπάρχει πλέον καταφανής αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό υπεροικοδόμημα και στις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Οι τελευταίες κατακερματίζουν την κοινωνία σε νέες ομαδοποιήσεις, που δεν λογοδοτούν στον παραδοσιακό άξονα Αριστεράς – Δεξιάς.
Η πρώτη αποτελείται από τα «απομεινάρια» της παγκοσμιοποίησης. Αυτούς που δεν έχουν τις δυνατότητες και τις δεξιότητες να είναι ανταγωνιστικοί ή να μπορούν να επιβιώσουν σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ελεύθερης διακίνησης προσώπων, κεφαλαίων και πληροφοριών. Και μιας παραγωγικής διαδικασίας που γίνεται ολοένα και πιο εκτεχνικευμένη. Αυτοί που περιθωριοποιούνται, μένουν πίσω και αναζητούν την προστασία του κράτους έθνους και του οικονομικού προστατευτισμού. Κι αυτό αφορά τμήματα της εργασίας αλλά και του κεφαλαίου ταυτόχρονα. Απέναντι σε αυτούς είναι που το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και τα εργατικά στρώματα είναι ανταγωνιστικά στο νέο περιβάλλον. Μια διαίρεση που φάνηκε στο κέντρο του καπιταλισμού, στις εκλογές των ΗΠΑ, αλλά και στην περιφέρεια του καπιταλισμού, στο δημοψήφισμα στην Τουρκία. Με την παρηκμασμένη οικονομικά ενδοχώρα απέναντι στα αστικά κέντρα της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής δραστηριότητας.
Αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα διαιρετική τομή. Από τη μια πλευρά, αυτοί που υποστηρίζουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, το άνοιγμα στην Ευρώπη και την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Από την άλλη πλευρά, αυτοί που αναζητούν προστασία σε έναν ξενοφοβικό εθνικισμό και σε έναν οικονομικό προστατευτισμό. Με έντονα στοιχεία λαϊκισμού και, στην περίπτωση της Ευρώπης, ευρωσκεπτικισμού. Στη δεύτερη περίπτωση, συνευρίσκονται κόμματα ή δυνάμεις και από την Ακροδεξιά και την Ακροαριστερά. Που, ενίοτε, συγκροτούν ανίερες συμμαχίες διαγράφοντας πλέον μια σαφή διαιρετική τομή στο εκλογικό σώμα, όπως έγινε στη χώρα μας με το πρόσφατο δημοψήφισμα.
Οι παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί παρουσιάζουν τρεις αδυναμίες. Πρώτον, υστέρηση αφομοίωσης των νέων εξελίξεων και προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Ο λόγος τους παραμένει πολυσυλλεκτικός αλλά αναντίστοιχος με τις νέες εξελίξεις. Ισως γιατί η αντιστοίχηση θα οδηγούσε ipso facto στην αυτοαναίρεσή τους και στην ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου με νέους όρους. Δεύτερον, αντιμετωπίζουν μια υποβόσκουσα κρίση νομιμοποίησης καθώς, αντί να διανέμουν ευημερία όπως στο παρελθόν, διανέμουν νέα και επαχθή βάρη. Τρίτον, η επανάσταση στις τεχνολογίες και ιδιαίτερα οι εφαρμογές στον τομέα της πληροφορίας αλλά και του πληροφορικού εκλογικού μάρκετινγκ τους στερούν παραδοσιακά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην επιρροή του εκλογικού σώματος. Εξαντλούνται στην ανανέωση προσώπων, ενώ το ζητούμενο είναι η ανανέωση του πολιτικού τους προτάγματος και η αντιστοίχησή του με τις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Για να αντιμετωπιστούν οι δυνάμεις της αντίδρασης, θα χρειαστεί μια γενναία τριγωνοποίηση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών δυνάμεων σε ένα πολιτικό πρόταγμα κοινωνικού φιλελευθερισμού.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός