Τώρα που φαίνεται να έκλεισε η συμφωνία της κυβέρνησης, δεν θα ήταν άχρηστο να στραφούμε στη μεγάλη εικόνα. Την ανακούφιση μετριάζει κάπως η δίκαιη γκρίνια: δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συμφωνία έρχεται με έναν χρόνο καθυστέρηση, δημιούργησε μεγάλη αβεβαιότητα που δεν θα διαλυθεί εύκολα και αποτελείται από πολύ επαχθή μέτρα, που θα μπορούσαν υπό κανονικές συνθήκες να έχουν αποφευχθεί. Χειρότερες όμως ακόμη είναι η κατεύθυνση και η προοπτική της χώρας.
Με το είδος της διαπραγμάτευσης που έκανε, των μέτρων που συμφώνησε και της φιλοσοφίας που τη διαπνέει, η κυβέρνηση γλίτωσε μεν τη στάση πληρωμών, αλλά όχι την αναπτυξιακή στασιμότητα. Οι περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα είναι πολύ ισχυρότερες από αβέβαιες ως προς την υλοποίησή τους και λειψές λόγω των κυβερνητικών αντιστάσεων οι μεταρρυθμίσεις: στο Δημόσιο, στις ιδιωτικοποιήσεις, στα εργασιακά γίνεται με το ζόρι δεκτό το έλασσον (η αξιολόγηση και ο περιορισμός του άγους των συμβασιούχων, η πώληση μέρους της ΔΕΗ, η διευκόλυνση μιας κάποιας κινητικότητας) και αναβάλλονται, για μια ακόμα φορά, οι αναγκαίες αλλαγές ουσίας: ο επανασχεδιασμός ενός κράτους στραμμένου στην αποτελεσματικότητα και απαλλαγμένου από τον πελατειασμό, οι στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις για το τι πρέπει να ανήκει στο κράτος και τι συμφέρει την οικονομία μας να ανήκει στον ιδιωτικό τομέα, εγχώριο και διεθνή, η εύρεση μιας νέας και συμφωνημένης με τους κοινωνικούς εταίρους ισορροπίας ανάμεσα στην ασφάλεια όσων έχουν εργασία και στην παροχή ευκαιριών σε όσους δεν έχουν, αλλά διαθέτουν διάθεση και προσόντα. Με φόρους, κλείσιμο των οριζόντων και αντίσταση σε κάθε αλλαγή, η ανάπτυξη είναι αδύνατο να έρθει και η χώρα θα συνεχίζει να σέρνεται και να ματώνει άγονα.
Το κρίμα και η κυβερνητική ευθύνη διπλασιάζονται από το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία, σε πείσμα των πολιτικών εξελίξεων, μοιάζει να έχει εισέλθει στην ενάρετη φάση του διεθνούς κύκλου της. Πάει καλύτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τον Τραμπ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά το Brexit, στις αναπτυσσόμενες χώρες, παρά τον κινεζικό αδιαφανή ιμπεριαλισμό. Οι τράπεζες ισχυροποίησαν την κεφαλαιακή δομή, και άρα τη θέση τους, κι αρχίζουν να ξαναπαίζουν τον ρόλο των αιμοδοτών της οικονομίας. Οι υπερβολές και οι κίνδυνοι μειώθηκαν στις αγορές κεφαλαίων, μια σειρά από ρυθμιστικές παρεμβάσεις επανέφεραν την εμπιστοσύνη (ώς κι ο Τραμπ ξανασκέπτεται τον διαχωρισμό καθαρά τραπεζικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση προχωρεί το ενοποιητικό σχέδιο της Ενιαίας Αγοράς Κεφαλαίων (Capital Markets Union). Η τάση είναι για μια οικονομία πιο ανοιχτή και συγχρόνως πιο ελεγχόμενη, νεωτερική στη μορφή και στο πνεύμα (η τεχνολογία τρέχει και οι επιχειρήσεις ακολουθούν), γενεσιουργό, ύστερα από τουλάχιστον μια δεκαετία, ενός άλλου παραδείγματος.
Εκεί όπου οι πολιτικές ηγεσίες το καταλαβαίνουν αυτό, όπως στη Γαλλία με τον Μακρόν, γεννιέται μια ελπίδα που δεν είναι συγκυριακή γιατί ακολουθεί τη φορά της Ιστορίας. Εκεί όπου οι ηγεσίες, είτε από πείσμα, όπως η Μέι στη Βρετανία, είτε από ανεπάρκεια και φανατισμό, όπως η δική μας κυβέρνηση, αντιστέκονται στο άνοιγμα, στο μοίρασμα, στη διεθνοποίηση, στις μεταρρυθμίσεις και στην υποδοχή της βελτιωμένης συγκυρίας, θα το πληρώσουν οι χώρες τους και οι λαοί τους. Χάνοντας αλλού έναν σταθμό (Βρετανία) κι αλλού, δυστυχώς όχι για πρώτη φορά, ένα κρίσιμο τρένο.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος