Εβλεπα την Πρωτομαγιά τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και τους γραφικούς φίλους του έξω από το Χίλτον, στα όρια του πολιτικού μπουρλέσκ, να σκούζουν απολύτως πραγματιστικά συνθήματα, όπως να δοθεί το Χίλτον στον λαό (α, και λευτεριά στην Παλαιστίνη). Και θυμήθηκα ότι για έξι μήνες τούτοι οι τύποι κρατούσαν στα χέρια τους το οικονομικό μέλλον της χώρας και του καθενός από εμάς ξεχωριστά. Δώθε και κείθε κάποιοι άλλοι, αραία αραία να φαίνονται καμιά σαρανταρέα, σαν πολιτικά φαντάσματα, να φωνάζουν τα ίδια, δεκαετίες τώρα, σε μια πραγματικότητα όπου τίποτα δεν είναι το ίδιο. Εβλεπα πριν από μία εβδομάδα τον Πρωθυπουργό, τσαμπουκαλεμένο, να λέει ότι αφού ο κόσμος δεν κατεβαίνει στους δρόμους, είναι ευχαριστημένος με την κυβέρνηση. Και θυμήθηκα ένα άλλο τσούρμο, πλάι πλάι με τους χρυσαυγίτες, να κραυγάζει, να μουντζώνει και να καίει (μεταφορικά και κυριολεκτικά) και τους σημερινούς υπουργούς, σε τραπεζάκι στο Σύνταγμα σαν παπατζήδες, να αποδομούν αυτά που τώρα προσπαθούν, ψελλίζοντας, να τεκμηριώσουν.
Το «Παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» είναι ένας πολύ ωραίος παιάνας του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά ακόμη και αν δεν έχει ξεπεραστεί από την εποχή, έχει πλέον «καεί» από το πλήθος των Αγανακτισμένων που εξαργύρωσε τις μπίρες στο Σύνταγμα με θεσούλες, θέσεις, θεσάρες στον κρατικό μηχανισμό. Δεν αποτελεί κοινή πολιτική κουλτούρα διαμαρτυρίας αλλά τακτική συγκεκριμένων κομμάτων. Που στο άμεσο μέλλον, αν χρειαστεί να επανενεργοποιηθεί, δεν θα πείθει ούτε τον Ιάσονα Σχινά – Παπαδόπουλο. Μαζί με το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς χάθηκε και το ηθικό πλεονέκτημα της διαδήλωσης. Πλέον, οι δρόμοι ανήκουν στην άσφαλτο.