Η περασμένη Κυριακή ήταν μια ημέρα συνηθισμένη για τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών και τους περιοίκους. Εκατοντάδες τουρίστες πηγαινοέρχονταν μεταξύ του μουσείου –όπου φιλοξενούνται αριστουργηματικά εκθέματα -, του αρχαίου θεάτρου και του σταδίου. Πολλοί απ’ τους εκδρομείς του τριημέρου έκαναν μια εθιμοτυπική στάση πριν συνεχίσουν για Γαλαξίδι ή Ιτέα και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα διαδέχονταν το ένα το άλλο στον δρόμο μπροστά από το αρχαιολογικό μουσείο.
Η περασμένη Κυριακή, ωστόσο, ήταν συνηθισμένη και για άλλους λόγους. Τα μηχανήματα αυτόματης πώλησης έφεραν το αυτοσχέδιο σημείωμα «εκτός λειτουργίας» και το καφέ δεν διέθετε κρύο εμφιαλωμένο νερό (αλλά ζεστό, το οποίο οι τουρίστες μπορούσαν να συνδυάσουν με ένα ποτήρι παγάκια κατά την ανάβάση τους στον αρχαιολογικό χώρο). Για το πωλητήριο ούτε λόγος: προφανώς οι γιαπωνέζοι, αμερικανοί και γερμανοί επισκέπτες τους οποίους συναντήσαμε δεν συνιστούν επαρκή λόγο ώστε να μένει ανοιχτό για να τους εξυπηρετήσει και –ας μην κρυβόμαστε –να συνεισφέρει στο δημόσιο ταμείο. Το άλλο προφανές πρόβλημα ήταν η ίδια η ανάβαση ώς το στάδιο. Με το συμπάθιο, αλλά η διαδρομή μοιάζει σχεδιασμένη για να αποκλείει παιδιά ή ηλικιωμένους. Αλήθεια, γιατί το τελευταίο κομμάτι δεν προσφέρεται για την τοποθέτηση ξύλινης έστω ράμπας ώστε να είναι ευκολότερη η πρόσβαση στο στάδιο (που, παρεπιμπτόντως, πλησιάζει την εικόνα εγκατάλειψης);
Αν ορισμένοι από τους αναγνώστες παρατηρήσουν ότι το σημείωμα αυτό συνιστά μια ακόμη εύκολη κριτική, αφού «τόσα χρόνια τα ίδια ισχύουν», θα έχουν δίκιο. Προφανώς δεν ανακαλύψαμε την πυρίτιδα επειδή μας έβγαλε ο δρόμος στους Δελφούς μια Κυριακή. Θα έχουν, όμως, άδικο, αν επιμείνουν στον ίδιο μινιμαλισμό προσδοκιών σε ό,τι αφορά τον καθημερινό πολιτισμό. Ενα μουσείο χωρίς νερό είναι μια εικόνα πολύ ελληνική, αλλά δεν ανήκει στη μνημονιακή εποχή. Ερχεται από μακριά και υποθηκεύει το μέλλον. Ισως δεν έχουμε αναλογιστεί ακόμη με σοβαρότητα ότι οι πληγές που κληροδοτούμε στον πολιτισμό είναι βαρύτερες από την οικονομία.