Τον Ιούνιο του 2015, έναν μήνα αφού είχε αναλάβει τον συντονισμό των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών έδωσε μια συνέντευξη στη «Λιμπερασιόν». Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος χαρακτήριζε εκεί μη ρεαλιστική τη μείωση των συντάξεων σε μια χώρα όπου τα δύο τρίτα των συνταξιούχων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. «Υστερα από πέντε χρόνια ύφεσης», τόνιζε, «είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία να ανακάμψει συνεχίζοντας να μειώνουμε συντάξεις και μισθούς και να αυξάνουμε τους φόρους».

Δύο χρόνια μετά, ως υπουργός Οικονομικών πλέον, ο ίδιος άνθρωπος βάζει την υπογραφή του σε μια συμφωνία που, μεταξύ άλλων, προβλέπει περικοπή των συντάξεων σε ποσοστό έως 18%. Δεν είναι η πρώτη ούτε η δεύτερη περικοπή επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά η δέκατη τέταρτη! Αν ισχύουν λοιπόν αυτά που είχε πει τότε ο Τσακαλώτος, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, «μη ρεαλιστική». Αρα;

Ο υπουργός έχει δίκιο. Αλλά όχι για τον λόγο που επικαλείται. Η κατάσταση είναι απελπιστική επειδή η κυβέρνησή του πήρε μια χώρα που είχε μπει σε ένα αναπτυξιακό αυλάκι και τη γύρισε πίσω. Πρώτα με τις βαρουφάκειες απειλές. Υστερα με τις τσακαλώτειες καθυστερήσεις. Και διαρκώς με τις τσίπρειες παλινωδίες.

Το πρόβλημα με τη συμφωνία για την οποία βγήκε στις έξι χθες το πρωί «άσπρος καπνός» δεν είναι μόνο ότι απουσιάζει οποιαδήποτε ρύθμιση για το χρέος. Ούτε ότι τα περίφημα αντίμετρα δεν πείθουν κανέναν. Είναι ότι δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο που να προσφέρει μια ελπίδα, ένα άνοιγμα, μια προοπτική. Το ίδιο συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό και με τα προηγούμενα Μνημόνια, και οι δανειστές φέρουν ευθύνη γι’ αυτό. Αλλά η πρώτη φορά Αριστερά επρόκειτο να κάνει τη μεγάλη αλλαγή. Να χτυπήσει τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τη φοροδιαφυγή, το πελατειακό κράτος. Και το μόνο που πέτυχε είναι να εδραιώσει μια νέα διαπλοκή, μια νέα φοροδιαφυγή, ένα νέο πελατειακό κράτος. Και να διαιωνίσει την πιο σκληρή λιτότητα –κηρύσσοντας ταυτόχρονα το τέλος της λιτότητας.

Οι Ευρωπαίοι, σημείωνε ο Τσακαλώτος σ’ εκείνη τη συνέντευξη στη «Λιμπερασιόν», «πρέπει να διαλέξουν: η Ευρώπη μπορεί να δεχθεί μια κυβέρνηση που το πρόγραμμά της δεν συμφωνεί με την κυρίαρχη ιδεολογία;». Τελικά εκείνη που αναγκάστηκε να διαλέξει ήταν η ελληνική κυβέρνηση. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μιας άτακτης χρεοκοπίας με καταστροφικές επιπτώσεις, συντάχθηκε πλήρως με την ιδεολογία που κατήγγελλε, πουλώντας την ίδια στιγμή αντίσταση στους ιθαγενείς.

Τελικά, ο «Ελληνας από το Καντέρμπερι», ο «αντι-Βαρουφάκης», ο ανιψιός του στρατηγού που συνέτριψε την κομμουνιστική εξέγερση στον Γράμμο, δεν έσωσε την Ελλάδα. Γιατί αντί να προωθήσει έξυπνες μεταρρυθμίσεις, αναζήτησε συμμαχίες με το Podemos και το Σιν Φέιν με στόχο την ανατροπή. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να τα κατάφερνε καλύτερα. Αλλά δεν θα το μάθουμε ποτέ.