Οι γυναίκες που καπνίζουν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλούν μόνιμες βλάβες στα μάτια των παιδιών τους, οι οποίες ανοίγουν το δρόμο για την εμφάνιση γλαυκώματος όταν μεγαλώσουν, σύμφωνα με μία νέα έρευνα.
Το πρόβλημα, λένε οι ερευνητές από τη Δανία, εντοπίζεται στη «ρίζα» του οπτικού νεύρου στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, που μεταδίδει τις οπτικές πληροφορίες από το μάτι στον εγκέφαλο. Η «ρίζα» αυτή είναι η στοιβάδα των λεγόμενων περιθηλαίων αμφιβληστροειδικών οπτικών ινών (RNFL). Όταν είναι πολύ λεπτή, το άτομο μπορεί να έχει αυξημένη πιθανότητα να παρουσιάσει διαταραχή της όρασης και γλαύκωμα.
Το γλαύκωμα είναι μία ασθένεια που οφείλεται στις βλάβες του οπτικού νεύρου και αποτελεί κύρια αιτία τύφλωσης σε όλο τον κόσμο.
Παλαιότερες έρευνες έχουν συνδέσει το κάπνισμα της εγκύου με την απόκτηση μωρού με χαμηλό βάρος γέννησης, το οποίο επίσης συνδέεται με πιο λεπτή στοιβάδα περιθηλαίων αμφιβληστροειδικών οπτικών ινών, γράφουν οι ερευνητές στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Ophthalmology.
Τα νέα και τα παλαιότερα ευρήματα μαζί σημαίνουν ότι το κάπνισμα της εγκύου μπορεί να ασκεί άμεσες και έμμεσες επιδράσεις στο οπτικό νεύρο και στις συνδέσεις του με τον αμφιβληστροειδή.
Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι το κάπνισμα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες στο αγέννητο μωρό (ακόμα και αν τα τσιγάρα που καπνίζει η έγκυος είναι λίγα), γιατί συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα γενετικών ανωμαλιών, καθώς και νοητικών και συμπεριφορικών προβλημάτων. Στους πιθανούς κινδύνους ίσως πρέπει να προστεθούν και τα οφθαλμολογικά προβλήματα τα οποία μπορεί να μην εκδηλωθούν νωρίς στην πορεία της ζωής, αλλά πολύ αργότερα.
Στην παρούσα έρευνα, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και άλλα ερευνητικά κέντρα υπέβαλλαν σε οφθαλμολογικές εξετάσεις 1.323 παιδιά, ηλικίας 11-12 ετών, και συνέκριναν το πάχος της στοιβάδας των περιθηλαίων αμφιβληστροειδικών οπτικών ινών με το κάπνισμα της μητέρας τους στην εγκυμοσύνη και με το βάρος γέννησης.
Η σύγκριση έδειξε ότι το κάπνισμα και το χαμηλό βάρος γέννησης συνδέονται ανεξάρτητα με το πάχος της στοιβάδας.
Συνολικά, το 80% των μητέρων που συμμετείχαν στην έρευνα δεν κάπνιζαν όταν κυοφορούσαν τα μωρά τους. Το 2% σταμάτησαν να καπνίζουν όταν έμειναν έγκυοι και το περίπου 18% συνέχισαν να καπνίζουν έως το τέλος της κύησης. Επίσης το περίπου 4% των παιδιών είχαν χαμηλό βάρος κατά τη γέννησή τους.
Το μέσο πάχος της περιθηλαίας στοιβάδας των παιδιών ήταν 104 μικρόμετρα, αλλά σε όσα είχαν γεννηθεί από καπνίστριες εγκύους ήταν κατά μέσο όρο 5,7 μικρόμετρα πιο λεπτή. Αντίθετα, το πάχος της στοιβάδας στα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες οι οποίες έκοψαν το κάπνισμα νωρίς στην εγκυμοσύνη, ήταν παρόμοιο με εκείνο των παιδιών που γεννήθηκαν από μη-καπνίστριες μητέρες.
Αντίστοιχα, στα παιδιά που είχαν χαμηλό βάρος γέννησης το μέσο πάχος της περιθηλαίας στοιβάδας ήταν 3,5 μικρόμετρα πιο λεπτό απ’ ό,τι σε όσα είχαν φυσιολογικό βάρος γέννησης.
Οι διαφορές αυτές δεν είναι τόσο μεγάλες ώστε να οδηγήσουν άμεσα σε ανιχνεύσιμα οφθαλμολογικά προβλήματα. Ωστόσο ξέρουμε καλά πως η λεπτή περιθηλαία στοιβάδα συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα να εκδηλωθεί γλαύκωμα αργότερα στη ζωή. Δεν θα ήταν λοιπόν κακή ιδέα να παρακολουθούν πιο στενά την όρασή τους τα παιδιά και οι ενήλικοι που έχουν γεννηθεί από καπνίστριες εγκύους, καθώς και όσοι είχαν χαμηλό βάρος γέννησης.
Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων, με κοινό χαρακτηριστικό τους την προοδευτική βλάβη του οπτικού νεύρου. Η πιο συνηθισμένη αιτία που προκαλεί τη βλάβη αυτή είναι η αυξημένη πίεση του οφθαλμού (ενδοφθάλμια πίεση).
Το γλαύκωμα αρχικά συνοδεύεται από μείωση της περιφερειακής όρασης (συχνά οι ασθενείς δεν παρατηρούν την απώλεια όρασης παρά μόνο αφού έχει ήδη προκληθεί πολύ σημαντική βλάβη) και εφόσον δε διαγνωσθεί και θεραπευθεί έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει καταστροφική βλάβη του οπτικού νεύρου, οδηγώντας στα τελικά στάδιά του στην ολική τύφλωση.
Το οπτικό νεύρο είναι σαν ένα ηλεκτρικό καλώδιο που ξεκινά από το πίσω μέρος του οφθαλμού (τον αμφιβληστροειδή) και καταλήγει στον εγκέφαλο. Περιέχει τεράστιο αριθμό νευρικών ινών (είναι περίπου 1 εκατομμύριο) και μέσω αυτών μεταδίδεται η εικόνα που αποτυπώνει ο οφθαλμός μας στον εγκέφαλο. Η υγεία του οπτικού νεύρου είναι αναγκαία προϋπόθεση για καλή όραση.
Οι εξετάσεις που θεωρούνται απαραίτητες για τη διάγνωση του γλαυκώματος περιλαμβάνουν:
* Μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (τονομέτρηση) κάθε χρόνο.
* Μέτρηση του πάχους του κερατοειδή (παχυμετρία), ώστε να εξασφαλίζεται πως θα γίνει σωστά η μέτρηση της πίεσης.
* Εξέταση της αποχετευτικής γωνίας του ματιού (γωνιοσκόπηση).
* Αξιολόγηση της μορφολογίας του οπτικού νεύρου (οφθαλμοσκόπηση).
* Έλεγχος του οπτικού πεδίου κάθε οφθαλμού (περιμετρία) σε περιπτώσεις υπόνοιας ότι έχει αρχίσει το γλαύκωμα.
* Τομογραφία οπτικού νεύρου και ανάλυση νευρικών ινών και γαγγλιακών κυττάρων αμφιβληστροειδούς (OCT & HRT II).