Η συζήτηση περί μιας (γαλλικής) ταυτότητας ως μέσου αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση δεν προκαλεί αντίστοιχους προβληματισμούς στην Ελλάδα. Είτε διότι δεν μας αφορά, αφού εμείς (αριστεροί – προοδευτικοί) δεν πιστεύουμε σε μια εθνική αλλά σε μια διεθνοποιημένη ταυτότητα, είτε διότι η δική μας ταυτότητα (δεξιοί – συντηρητικοί) παραμένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες.
Η ελληνική ταυτότητα φαίνεται να συμπιέζεται μεταξύ μιας εθνοαρχαϊκής και μιας διεθνιστικής κατανόησής της. Αμφότερες έχουν έναν αντικοινωνικό χαρακτήρα, αφού η μεν πρώτη εξιδανικεύει μια κοινωνική συνθήκη, τις μεταβολές της οποίας δεν μπορεί/θέλει να παρακολουθεί σε βάθος χρόνου, ενώ η δεύτερη, που δεν ορίζεται ως προς το περιεχόμενό της επαρκώς, απαξιώνει την ελληνικότητα και τα σύμβολά της.
Η πολύπλευρη ελληνική κρίση ανέδειξε, όμως, ξανά, τα στοιχεία μιας ταυτότητας, η οποία αν και λοιδορούμενη από το πολιτικό σύστημα, συμπιεζόμενη από τα προκρούστεια Μνημόνια και αμυνόμενη έναντι των εθνομηδενιστών, αναδεικνύει έναν «νέο» πατριωτισμό. Στοιχεία του είναι ανιχνεύσιμα στην υπομονή και συνέπεια όσων επιλέγουν να μείνουν στη χώρα και σηκώνουν τα άνισα και άδικα μέτρα της κρίσης, στην ανάπτυξη επιχειρηματικών, κοινωνικών ου μην αλλά και πολιτικών καινοτομιών, στην οργάνωση της αλληλεγγύης με τους αδύναμους και πάσχοντες, στην φιλοξενία που προσφέρεται απλόχερα στους διωκόμενους και προσφεύγοντες στη χώρα μας.
Δυστυχώς, η αξία της προστασίας της πατρίδας στην οποία συμποσούνται όλες οι προηγούμενες εκφάνσεις της ελληνικότητας δεν αξιολογήθηκε από τα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) ως επιταγή εθνικής συναίνεσης. Είναι ο όρος που απαιτείται για τη χάραξη μιας στρατηγικής για τις μείζονες αλλαγές στη χώρα που διαπερνούν τον εκλογικό κύκλο. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα το σύρσιμο εντός των βασανιστικών μέτρων λιτότητας, τη μηδαμινή ανάπτυξη και τη λαθροβίωση του πελατειακού κράτους στο οποίο τα κόμματα ομνύουν.
Η ελληνικότητα μπορεί, όμως, να αποτελέσει όχι μόνον τον μίτο για την έξοδό μας από την κρίση αλλά και το περιεχόμενο που είναι κρίσιμο για τον εμπλουτισμό του «εξευρωπαϊσμού», που αποτέλεσε την πιο γνωστή προσπάθεια της περασμένης δεκαετίας για την επίτευξη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας μέσω της αποδοχής του κοινού μας δικαίου, του acquis.
Η ελληνικότητα οργανώνει τις δημόσιες πολιτικές με έμφαση στο «μικρό», το «απομονωμένο», το «ιδιαίτερο». Προκρίνει την απλότητα σε συνδυασμό με το πάθος ως μέσα που μπορούν να περιορίσουν τους περίπλοκους στρατηγικούς σχεδιασμούς, τις περισπούδαστες επιχειρησιακές μελέτες, τα εξεζητημένα μοντέλα παρακολούθησης της εφαρμογής σκοπών και στόχων. Υποστηρίζει την ενσυναίσθητη επικοινωνία των κοινωνικών εταίρων δίνοντας περιεχόμενο στο διαλογικό εγχείρημα και περιορίζοντας τα παίγνια εξουσίας. Ισχυρίζομαι ότι η ελληνικότητα μπορεί, ακόμη και εν μέσω ενός γενικευμένου ευρωσκεπτικισμού, να δώσει πνοή στο ξέπνοο ευρωπαϊκό όραμα. Μπορεί να ενσωματώνει την παγκοσμιοποίηση –και όχι να την φοβάται –διότι συγκροτείται στη βάση της ελευθερίας και της ιδιοπροσωπίας.
«Θαρσείν χρη, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον» («πρέπει να έχετε θάρρος, το αύριο θα είναι καλύτερο») για να θυμηθούμε τη φράση του Οδυσσέα με την οποία εμψύχωσε τους πολεμιστές της Τροίας.
Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι