Ηταν ένα ντιμπέιτ πρωτοφανές στην ιστορία της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας. Οχι μόνο διότι, για πρώτη φορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου προεδρικού γύρου, συμμετείχε υποψήφια της Ακροδεξιάς –αφού το 2002, ο Ζακ Σιράκ είχε αρνηθεί την τηλεοπτική μονομαχία με τον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Οχι απλά διότι, για πρώτη φορά, δεν συμμετείχε κανένας υποψήφιος από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, τους Σοσιαλιστές και τους Ρεπουμπλικανούς –αφού κανένας τους δεν κατάφερε στις 23 Απριλίου να προκριθεί. Αλλά γιατί θύμιζε περισσότερο έναν αγώνα πυγμαχίας ανάμεσα στον πολιτισμό και τον εξτρεμισμό, με κάποια αραιά διαλείμματα ηρεμίας, παρά μία τηλεοπτική συζήτηση ανάμεσα σε δύο υποψηφίους για την προεδρία μιας χώρας όπως η Γαλλία. Το συμπέρασμα το έβγαλε κάπου στη μέση ένας δημοσιογράφος της «Μοντ», ο Σεντρίκ Πιετραλουνγκά: «Δεν συζητάμε με την Ακροδεξιά, έλεγε ο Ζακ Σιράκ. Θα είναι αναμφίβολα το μόνο δίδαγμα από το μεγάλο ντιμπέιτ του 2017». Και το επιβεβαίωσε λίγο πριν από το τέλος, πάλι μέσω twitter, μια συνάδελφός του, η Μαριλίν Μπομάρ: «Το μόνο μάθημα του μεγάλου ντιμπέιτ είναι πως η συζήτηση με τη Μαρίν Λεπέν σήμερα δεν είναι περισσότερο εφικτή από τη συζήτηση με τον πατέρα της χθες».
Τον τόνο της επιθετικότητας, της ειρωνείας, της προσβολής, τον έδωσε η υποψήφια της Ακροδεξιάς από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του ντιμπέιτ, παίρνοντας πρώτη τον λόγο, βάσει της σειράς που ανέδειξε η κλήρωση. Και για τις επόμενες δυόμισι ώρες δεν έπαψε να παρουσιάζει τον αντίπαλό της, τον «και αριστερά και δεξιά», αλλά ουσιαστικά σοσιαλφιλελεύθερο Εμανουέλ Μακρόν, ως «τον υποψήφιο της άγριας παγκοσμιοποίησης, της οικονομικής ανασφάλειας, του κοινοτισμού», «έναν ψυχρό τραπεζίτη», φίλο των «μεγάλων αφεντικών» και της «χρηματοπιστωτικής δύναμης», που υπερασπίζεται αποκλειστικά «τα ιδιωτικά συμφέροντα», υπέρμαχο της άποψης πως «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» και πως «όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται», έναν «απερχόμενο υποψήφιο», «κληρονόμο του Φρανσουά Ολάντ» και άρα υπεύθυνο για όλα τα στραβά της προεδρικής του θητείας.
Είπε και χειρότερα η Μαρίν Λεπέν. Κατηγόρησε τον Εμανουέλ Μακρόν ότι είναι «εξυπηρετικός» απέναντι στον «ισλαμικό φονταμενταλισμό», ότι είναι «υποταγμένος» στους φονταμενταλιστές, γιατί «τον έχουν στο χέρι». Τον κατηγόρησε επίσης ότι είναι μονίμως «πεσμένος μπρούμυτα» (επί λέξει, αν και θα μπορούσε να το αποδώσει κανείς ως «πεσμένος στα τέσσερα»…) «μπροστά στη Γερμανία και την ΕΕ, μπροστά στο συνδικάτο των δικαστών, μπροστά στην Ενωση Ισλαμικών Οργανώσεων της Γαλλίας, μπροστά στους κοινοτιστές, μπροστά στις τράπεζες, πεσμένος μπρούμυτα».
Η πολυμελής ομάδα της «Mοντ» που παρακολουθούσε και ανέλυε «ζωντανά» μέσω του ιστοτόπου της εφημερίδας το ντιμπέιτ σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια ψηλά: επιφορτισμένη με το δύσκολο όσο και πολύτιμο έργο της εξακρίβωσης / επαλήθευσης όσων δήλωναν οι δύο υποψήφιοι, είχε πια χάσει το μέτρημα όσον αφορά τα ψέματα και τις «μισές αλήθειες» που έλεγε η Μαρίν Λεπέν, με τον αέρα της απόλυτης αλήθειας. Αλλά η πλειοψηφία των εκατομμυρίων γάλλων τηλεθεατών που στήθηκαν χθες το βράδυ μπροστά στις τηλεοράσεις τους δεν διάβαζαν όλες αυτές τις διαψεύσεις.
Ο Εμανουέλ Μακρόν έκανε μια ευσυνείδητη προσπάθεια να διατηρήσει την ψυχραιμία του, να μιλήσει –όπως είχε υποσχεθεί –επί της ουσίας, και να αποφύγει, όπως επίσης είχε υποσχεθεί, τις ύβρεις. Δεν το κατάφερε απόλυτα: ξανά και ξανά κατηγόρησε τη Λεπέν πως λέει, εκτός από ψέματα, και «βλακείες», ή και «μεγάλες βλακείες». Κατάφερε ωστόσο να τη στήσει στον τοίχο σε κάποιες περιπτώσεις, δείχνοντας πως το πρόγραμμά της είναι αφενός ασυνάρτητο, αφετέρου αδύνατο να χρηματοδοτηθεί. Ειδικά στο «κεφάλαιο» Ευρώπη και ευρώ, οπότε επέμεινε πιεστικά να μάθει ποια είναι τα σχέδιά της, εκμεταλλευόμενος τις πρόσφατες παλινωδίες της, η Λεπέν φάνηκε ανίκανη να διευκρινίσει το χρονοδιάγραμμά της όσον αφορά την έξοδο από το ευρώ και παρέμεινε συγκεχυμένη όσον αφορά την επιστροφή σε ένα φράγκο που θα συγκατοικούσε με ένα ευρώ όχι πια «ενιαίο» αλλά «κοινό νόμισμα». «Μια επιχείρηση δεν θα μπορεί να πληρώνει από τη μία πλευρά σε ευρώ και από την άλλη τους εργαζομένους της σε φράγκα, αυτά είναι άλλα αντ’ άλλων», της είπε.
Στις κατηγορίες της Λεπέν εναντίον του, ο Μακρόν τής αντέταξε πως είναι «η κληρονόμος ενός ονόματος, ενός πολιτικού κόμματος, ενός συστήματος που ευδοκιμεί πάνω στην οργή των Γάλλων εδώ και τόσα και τόσα χρόνια», πως είναι «ένα παράσιτο του συστήματος» που υποτίθεται ότι πολεμάει, πως «δεν απαντάει ποτέ στις ερωτήσεις παρά μιλάει μόνο για το παρελθόν και τους άλλους», χωρίς να προτείνει τίποτα, πως είναι «η ιέρεια του φόβου», πως είναι «υποταγμένη στον Πούτιν», πως δίνει στον κόσμο τη χείριστη εικόνα τής Γαλλίας. «Είμαι όρθιος αλλά για να είμαι όρθιος δεν έχω ανάγκη να πετάξω λάσπη. Πετάτε μονίμως λάσπη στους ξένους, τους δικαστές, τον έναν και τον άλλο, η χώρα μας δεν έχει αυτό ανάγκη, έχει ανάγκη την ειρήνευση και την αποτελεσματικότητα. Δεν αξίζει αυτό η Γαλλία. Η Γαλλία αξίζει κάτι καλύτερο από εσάς», της είπε, επαναλαμβάνοντας, από την πλευρά του, πως θέλει μια ισχυρή Γαλλία σε «μια Ευρώπη που προστατεύει», «σε έναν ανοιχτό κόσμο, όχι ανοιχτό σε όλους τους ανέμους αλλά έναν κόσμο που μπορεί να την προστατεύσει».
«Θέλω ένα πνεύμα κατάκτησης με πραγματικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, θα το κάνουμε μαζί μένοντας πιστοί σε αυτό που είμαστε, είμαστε μια χώρα γενναιόδωρη, με όρια αλλά όχι σκοταδισμό», δήλωσε ο Εμανουέλ Μακρόν παίρνοντας τελευταίος τον λόγο. Ακόμα και τότε, η Λεπέν τον διέκοψε, πέταξε ως μπηχτή το όνομα του Φρανσουά Ολάντ. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τη θέλουν να χάνει την Κυριακή με 40% – 41% έναντι 59% – 60%. Και μακάρι το χθεσινό ντιμπέιτ να παραμείνει μοναδικό στην ιστορία της Γαλλίας.