Διαβάζουμε, αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια, ρεπορτάζ στον Τύπο για τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας γύρω από τον οποίο έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη μυθολογία. Υπάρχει το ζήτημα των ορυκτών καυσίμων, υπάρχουν όμως και πολλά άλλα μέταλλα και ορυκτά που θεωρούνται σπάνια και πολύτιμα για τη βαριά βιομηχανία αλλά και για τις νέες τεχνολογίες. Η σχετική αρθρογραφία φτάνει μάλιστα να ποσοτικοποιεί τα πιθανά οφέλη από την εκμετάλλευση ανεκμετάλλευτων ώς τώρα κοιτασμάτων, ανεβάζοντας τη συνολική τους αξία σε ένα ικανό ποσοστό του συνολικού σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας. Συνήθως αφήνεται να εννοηθεί είτε ότι κάτι δεν κάνει καλά η πολιτεία διαχρονικά είτε ότι υπάρχουν εξαρτήσεις που υποχρεώνουν τη χώρα να δίνει τον πλούτο της μπιρ παρά ή να μην τον εξορύσσει καθόλου προκειμένου να μην τον δώσει μπιρ παρά. Υπάρχει βέβαια και η πιο συνωμοτική εκδοχή ότι οι ξένοι είτε δεν μας αφήνουν να εκμεταλλευτούμε τον πλούτο μας είτε ότι ψάχνουν απλώς τον προσφορότερο τρόπο να μας τον αρπάξουν, θεωρία που ξανοίγεται βέβαια στο αχανές πεδίο της διεθνούς πολιτικής.
Η σχετική φιλολογία ή παραφιλολογία έχει φυσικά ενταθεί στα χρόνια της κρίσης. Και έχει κάτι το πολύ ελκυστικό, κάτι από το κυνήγι θησαυρού ή από τη μανία που έπιανε τους χρυσοθήρες του προηγούμενου αιώνα να αναζητούν αενάως το Ελντοράντο τους.
Πολλές πτυχές
Φυσικά κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων διαφόρων ορυκτών στην Ελλάδα είναι προϊόν φαντασίας. Οπως έδειξε όμως τόσο η πολιτικοκοινωνική διαμάχη για τα ορυχεία χρυσού της Χαλκιδικής τα προηγούμενα χρόνια όσο και η πρόσφατη –μόλις προ ημερών –και πρωτόγνωρη απόφαση του Ελ Σαλβαδόρ να απαγορεύσει την εξόρυξη κάθε μετάλλου για περιβαλλοντικούς λόγους, το ζήτημα έχει πολλές πτυχές.
Το ίδιο θα αντιληφθεί εύκολα όποιος διαβάσει το βιβλίο της Λήδας Παπαστεφανάκη, ιστορικού που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και εξειδικεύεται κυρίως στην Οικονομική Ιστορία, με τίτλο «Η φλέβα της γης».
Το βιβλίο, που κυκλοφορεί μεθαύριο Δευτέρα, αποτελεί μια πρώτη μελέτη για τα μεταλλεία της Ελλάδας, από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι το 1960, με ιδιαίτερη όμως εστίαση στο διάστημα 1860-1940. Το βιβλίο παρουσιάζει τη μεταλλευτική επιχειρηματική δραστηριότητα, τις κρατικές ρυθμίσεις για το θέμα, την εξορυκτική φρενίτιδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, τις εξειδικευμένες σχετικές σπουδές σε Ελλάδα και Ευρώπη αλλά και τις συνθήκες εργασίας και τις μεγάλες απεργίες –κυρίως στο Λαύριο και στη Σέριφο.
Το βιβλίο καλύπτει ένα κενό, καθώς η σχετική δραστηριότητα δεν έχει μελετηθεί σε βάθος ούτε υπάρχουν εκτενή αρχεία για το θέμα. Ενα βασικό, πάντως, συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι από το 1860 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σχετική εξορυκτική δραστηριότητα ήταν μεγάλη σε δεκάδες μέρη της Ελλάδας, αλλά επρόκειτο για μια «βιομηχανία» εντάσεως εργασίας με μάλλον χαμηλή προστιθέμενη αξία. Οι επιχειρήσεις βασίστηκαν περισσότερο στη φθηνή εργασία παρά στη σύγχρονη –για τότε –τεχνολογία, γιατί έτσι προφυλάσσονταν καλύτερα από τις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στις διεθνείς αγορές. Το ίδιο ωστόσο έκανε και το κράτος, το 1840, όταν έβαλε στα ορυχεία της Μήλου να δουλεύουν ισοβίτες. Ετσι όμως οι κακές συνθήκες εργασίας οδήγησαν σταδιακά σε απεργίες και ταραχές.
Στο Λαύριο
Στην Ελλάδα δραστηριοποιήθηκαν βέβαια και πολλές ξένες εταιρείες, κυρίως γαλλικές, βρετανικές και ιταλικές. Στο Λαύριο, όπου δραστηριοποιούνταν μια ελληνική και μια γαλλική εταιρεία, φτιάχτηκε μια πόλη από το μηδέν, πόλη-υπόδειγμα εργοδοτικού πατερναλισμού, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Κτίρια για τους εργάτες, νοσοκομεία και εκκλησίες, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι σταδιακά γύρω τους δεν δημιουργήθηκαν και πολυάριθμα παραπήγματα όπου οι εργάτες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Αθλιες και κυρίως εντελώς ανθυγιεινές ήταν και οι συνθήκες εργασίας. Ο συγγραφέας Αριστοτέλης Κουρτίδης είχε γράψει χαρακτηριστικά για τους εργάτες του Λαυρίου: «Ταλαίπωροι! Απερρόφησαν ήδη επί μακρόν, καθ’ εκάστην την κόνιν του μολύβδου και είνε δεδηλητηριασμένοι ανιάτως, και επιστρέφουσιν οπίσω να χρησιμοποιήσωσι την υπολειπομένην ζωήν των, όπως κερδίσωσιν ακόμη ολίγας δραχμάς διά την γραίαν μητέραν των, την πτωχήν γυναίκαν των, μέχρις ου τους εξαπλώση ακάμπτους, με το στόμα πλήρες πελιδνού σιέλου, εν τινί οπή των μεταλλείων, ο αμείλικτος μόλυβδος –ο ανεγείρων μέγαρα δι’ άλλους και σκάπτων τάφον δι’ αυτούς!».
Ενώ ένας δικαστικός, οπαδός του πολιτικού φιλελευθερισμού, ο Αριστείδης Οικονόμου, συνέκρινε το Λαύριο με τις φεουδαρχικές κοινωνίες. Η εργατική κοινωνία του Λαυρίου, έλεγε, «ενώ έχει όλα τα προσόντα ιδίας υπάρξεως, ούτε σπιθαμήν γης κέκτηται ιδίαν. Ολην η έκτασις ανήκει εις την εξουσίαν των μεταλλευτών και εκεί ένθα υπάρχει το μέταλλον και εκεί ένθα δεν υπάρχει. Ενώ πρόκειται περί κωμοπόλεως, ιδού αύτη εκτελεί τας φυσικάς του κοινωνικού βίου λειτουργίας εφ’ όλων των τιμαριωτικών του μεσαίωνος προϋποθέσεων. Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις υποπέσει εις την δυσμένειαν των νέων τούτων φεουδαρχών· δεν αποβάλλεται απλώς εκ των έργων, αλλά αποπέμπεται και πέραν των ορίων! Εν τούτοις ηκούσθησαν τοσαύται φωναί υπέρ του αψύχου μετάλλου, ουδεμία δε υπέρ του εμψύχου ανθρώπου!».
Οι πρώτοι νεκροί
Πράγματι, σπάνια οι εφημερίδες ασχολούνταν με τα όσα συνέβαιναν εκεί. Για να το κάνουν, θα έπρεπε να συμβεί κάτι μείζον. Δεν ασχολούνταν ούτε με τις απεργίες που από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 άρχιζαν να πολλαπλασιάζονται. Τα πράγματα πήραν όμως άλλη τροπή όταν ξέσπασαν ταραχές με νεκρούς. Αυτά συνέβησαν τον Απρίλιο του 1896. Η απεργία κράτησε από τις 8 μέχρι τις 24 του μήνα. Κάποιοι αργοπορημένοι εργάτες δεν επετράπη να κατεβούν μόνοι τους στις υπόγειες στοές της Καμάριζας, σε βάθος 180 μέτρων, έχασαν το μεροκάματο και την άλλη μέρα εμπόδισαν σε όλους την κάθοδο, φράσσοντας το στόμιο του φρέατος. Ακολούθησαν αιτήματα όπως το μεροκάματο να διαμορφωθεί στις τρεισήμισι δραχμές, να δημιουργηθεί νοσοκομείο και φαρμακείο στην Καμάριζα και να τεθεί στη διάθεση των εργατών σούστα, ώστε οι εκάστοτε τραυματίες να μη μεταφέρονται με κάρο. Κάποια στιγμή η Αστυνομία άνοιξε πυρ και σκότωσε τρεις εργάτες. Αυτό οδήγησε σε εκτενή δημοσιογραφικά ρεπορτάζ για τους μεταλλωρύχους που «προβάλλουν κάτωχροι, οστεώδεις, κίτρινοι, με γουβωμένα μάτια, απελπισμένοι».
Διαστάσεις μύθου έλαβε πολύ αργότερα, το 1916, η απεργία της Σερίφου. Σύμφωνα με την εκδοχή των γεγονότων που έδωσε ένας βασικός πρωταγωνιστής τους, ο συνδικαλιστής Κωνσταντίνος Σπέρας, για δεκαπέντε μέρες καταργήθηκε κάθε άλλη Αρχή και το νησί διοικούνταν με επιτροπές –κάποιοι έφτασαν να το χαρακτηρίσουν «πρώτο ελληνικό σοβιέτ».
Λήδα Παπα-στεφανάκη
Η φλέβατης γης
Τα μεταλλεία της Ελλάδας, 19ος-20ός αιώνας
Εκδ. Βιβλιόραμα, 2017 σελ. 390
Κυκλοφορεί
στις 8/5