Α όχι, αυτή δεν είναι μια συμφωνία που κάνει τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι από θλιμμένα μάτια σαν το Μνημόνιο 3.0. Δεν προκαλεί πόνο ψυχής και οδύνη, δεν είναι μια μάχη που χάθηκε στον πόλεμο. Είναι μια συμφωνία που εξυγιαίνει και θεραπεύει, μια συμφωνία που απελευθερώνει από την επιτροπεία. Είναι μια νίκη, απόλυτη, περιφανής και λυτρωτική. Ενας θρίαμβος με τον οποίο «γίνεται το καθοριστικό βήμα για την επαναφορά στην εργασιακή κανονικότητα», όπως είπε στην «Αυγή της Κυριακής» η Εφη Αχτσιόγλου, η υπουργός που έσβησε την ψηφιακή της μνήμη λίγο πριν αναλάβει το χαρτοφυλάκιό της. Ή γενικώς στην κανονικότητα, όπως το έθεσε στο ΑΠΕ ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο υπουργός που αποκήρυξε τις δραχμολαγνικές φαντασιώσεις του λίγο μετά την ανάληψη των δικών του καθηκόντων.
Αν, με μια ισχυρή δόση καλής προαίρεσης ασφαλώς, η κυβερνητική θλίψη τότε μπορεί να ιδωθεί ως μια έμμεση απολογία, ως μια δειλή αναγνώριση ενός λάθους που κορυφώθηκε με την πρωθυπουργική παραδοχή περί αυταπάτης, η σημερινή θριαμβολογία, είτε στους επιθετικούς τόνους που υιοθέτησε στην ΚΟ του κόμματός του ο Πρωθυπουργός είτε στους πιο λάιτ των υπουργών του, δίνει το στίγμα ενός νέου επικοινωνιακού αφηγήματος.

Τότε ψελλίσαμε ότι χάσαμε, αλλά τώρα θα φωνάζουμε ότι κερδάμε. Κερδάμε χαρίζοντας εκατομμύρια με τροπολογίες, ευφραίνοντας το βουλευτικό ακροατήριο με σεξουαλικά υπονοούμενα, ασκώντας ασφυκτικές πιέσεις στα μέσα ενημέρωσης που ασκούν κριτική, στήνοντας ακόμη ένα κομματικό και πελατειακό κράτος.

Και λοιπόν; Η νίκη είναι πάντα νίκη, ακόμη κι όταν είσαι δυο μέτρα οφσάιντ και ο επόπτης ξεχάσει να σηκώσει τη σημαία. Γιατί το μόνο που έχει σημασία στις αποφύσεις της κανονικότητας είναι να σηκώσεις την κούπα.