Πιο κοντά στην πραγματοποίηση του πρώτου βήματος αλλαγής νομισματικής πολιτικής φαίνεται ότι βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λόγω της βελτίωσης της οικονομίας αλλά και της εκλογικής νίκης του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία.
Η ΕΚΤ βρίσκεται πλέον πολύ πιο κοντά στο να αλλάξει τη γλώσσα των ανακοινωθέντων που χρησιμοποιεί για να δείξει πώς αναμένεται να διαμορφωθεί η νομισματική της πολιτική –περιλαμβανομένου και του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Πλέον η τράπεζα είναι έτοιμη να παραδεχτεί ότι οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη έχουν μειωθεί δίνοντας σήμα σε αγορές, επενδυτές και νοικοκυριά ότι μπορεί να αρχίσει να κλείνει ο κρουνός της άφθονης ρευστότητας.
Το σήμα αυτό που μπορεί να σημάνει την απαρχή των διαδικασιών για αύξηση των επιτοκίων και για τερματισμό της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) το έδωσε χθες μιλώντας από το Τόκιο το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Ιβ Μερς. «Εάν η οικονομία της ευρωζώνης ανακάμψει και ο πληθωρισμός αυξηθεί περαιτέρω με τρόπο διατηρήσιμο, τότε θα απαιτηθεί να γίνει στο μέλλον συζήτηση για ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής» ήταν τα λόγια του. Ο ίδιος προσέθεσε ότι οποιαδήποτε αλλαγή θα πραγματοποιηθεί με πολύ ομαλό τρόπο ώστε να μην υπάρξει αιφνιδιασμός. Με βάση τον μέχρι τώρα προγραμματισμό της Κεντρικής Τράπεζας, τα επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση αναμένεται να μείνουν αμετάβλητα στα σημερινά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι βρίσκεται σε ευαίσθητη θέση, αφού από τη μια οι κίνδυνοι δεν έχουν ακόμη περάσει όλοι και από την άλλη η Γερμανία πιέζει συνεχώς για αύξηση επιτοκίων και τερματισμό του QE. Μια από τις παρενέργειες της ποσοτικής χαλάρωσης και των χαμηλών επιτοκίων είναι ότι διατηρούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα την κερδοφορία των τραπεζών αλλά και τα επιτόκια για τους καταθέτες. Αυτό είναι ευαίσθητο θέμα στη Γερμανία όπου ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι υψηλότερος σε σύγκριση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το θέμα της αλλαγής νομισματικής πολιτικής έχει τεθεί και μέσα στους κόλπους της ΕΚΤ, όπου έχουν προκύψει διαφωνίες μεταξύ των μελών της.