Δεν θύμιζε ακριβώς συναυλία. Κι ας γινόταν στο Gagarin 205, κι ας ακολούθησαν μουσικές αισιόδοξες και αγωνιστικές. Γιατί οι νέοι κι οι νέες, αντιφασίστες, μέλη συλλογικοτήτων, το ζωηρό πλήθος τέλος πάντων που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της οικογένειας και των φίλων του Παύλου Φύσσα, είχαν μια ήρεμη ετοιμότητα όταν παρακολουθούσαν την εκδήλωση που είχε τίτλο «2 χρόνια – Δικάζοντας τους Νεοναζί της Χρυσής Αυγής» και χαρακτήρα τονωτικής ανακεφαλαίωσης όσων έχουν και δεν έχουν συμβεί σε πολιτικό, δικαστικό ή και δημοσιογραφικό επίπεδο από τον Απρίλιο του 2015 μέχρι σήμερα.
«Η Χρυσή Αυγή ήταν και είναι μια οργάνωση ναζιστική, εγκληματική», επισήμανε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Θανάσης Καμπαγιάννης, «που ορκίζει τα μέλη της «ενάντια στον αιώνιο εβραίο» ή που φόρεσε κομματικό μανδύα, επιδιώκοντας τα επακόλουθα προνόμια». Δεν δυσκολεύτηκε άλλωστε πολύ.
«Ολα αυτά τα χρόνια, είχαμε μια θεσμική, πολιτική και δημοσιογραφική αμεριμνησία» είπε ο πρώην γενικός γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Κωστής Παπαϊωάννου. «Το ζήτημα της Ακροδεξιάς ήταν ζήτημα ενσωμάτωσής της. Οπως ομολογούσε και ο Γιώργος Γερμενής, “χρειάστηκε να ξηλώσουν τόσα στελέχη της αστυνομίας για να μας πιάσουν”».
«ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΤΟΛΗ». Ειδικά για την κυβέρνηση Σαμαρά, κάτι τέτοια ήταν συνειδητή επιλογή, έλεγε ο δικηγόρος πολιτικής αγωγής Κώστας Παπαδάκης: «Κάθε φορά που έθετε ένα στόχο η Χρυσή Αυγή, η κυβέρνηση τον ενσωμάτωνε με τη μορφή των επιχειρήσεων – σκούπα ή του «Ξένιου Δία» κ.λπ., ενώ οι επιθέσεις σε θέατρα ή λαϊκές αγορές δεν προκαλούσαν καμία αυτεπάγγελτη επέμβαση –πώς να μη νιώθει μετά η Χρυσή Αυγή ότι είναι αστυνομία χωρίς στολή και το αντίστροφο;».
Το πράγμα είχε αρχίσει να επιδεινώνεται από το 1998, όταν η επίθεση στον φοιτητή τότε Δημήτρη Κουσουρή δεν οδήγησε σε παραπομπή της οργάνωσης στη Δικαιοσύνη. «Δυστυχώς, τις Αρχές κινητοποίησε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αφού πλέον δεν μπορούσε να συγκαλυφθεί τίποτα» παρατηρούσε η Ελευθερία Τομπατζόγλου, εκ των συνηγόρων της οικογένειας Φύσσα. Τα ΜΜΕ πάντως δεν στάθηκαν ακριβώς στο ύψος τους: από εκεί που παρουσίαζαν ρεπορτάζ για γιαγιάδες που περνούσαν τους δρόμους του Αγίου Παντελεήμονα με τη βοήθεια χρυσαυγιτών, το πρώτο που είπαν μετά το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου του 2013 ήταν «τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο», έλεγε η Ελευθερία Κουμάντου από το Παρατηρητήριο για τη Δίκη της Χρυσής Αυγής. Τη δολοφονία ακολούθησε υπερπληροφόρηση μέχρι που αποδόθηκαν οι κατηγορίες. «Πλέον η κάλυψη είναι ελάχιστη. Τα περισσότερα μέσα ασχολούνται όταν σημειώνονται επεισόδια ή συναισθηματικά ξεσπάσματα».
ΞΥΛΟΔΑΡΜΟΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται φυσικά ότι διώκονται χωρίς στοιχεία, για πολιτικούς λόγους. Δεν είναι η μοναδική τακτική τους: μετά την έναρξη της δίκης σημειώθηκαν ξυλοδαρμοί μαρτύρων, μερικοί εκ των οποίων, καθότι πρόσφυγες (όπως οι αιγύπτιοι αλιεργάτες που είχαν δεχτεί επίθεση στο Ικόνιο Περάματος τον Ιούνιο του 2012), χλευάστηκαν εντός δικαστηρίου για τα ελληνικά τους. Ενας μετανάστης ρωτήθηκε από την υπεράσπιση «πώς γίνεται να έκανε οικογένεια και παιδιά αφού δέχτηκε επίθεση που τη χαρακτήρισε δολοφονική».
Ολα αυτά όμως ίσως και να αποδεικνύουν τον πανικό μιας υπεράσπισης βασισμένης εν πολλοίς σε «μάρτυρες χαρακτήρων» που επιβεβαιώνουν το ήθος των κατηγορουμένων.
Από νομική άποψη «η δίκη πάει καλά». Κάποιες δίκες όμως κρίνονται και από τον ευρύτερο πολιτικό συσχετισμό την περίοδο που θα βγει η απόφαση, έλεγε ο Θανάσης Καμπαγιάννης. Ο Κωστής Παπαϊωάννου συμπλήρωνε ότι «η κοινωνία είναι αυτή που πρέπει να απομονώσει τη Χρυσή Αυγή, τις μεθόδους και τις πρακτικές της» και κάπου εκεί τη σκυτάλη πήραν οι Δημήτρης Πουλικάκος, οι Σπυριδούλα, ο MC Yinka, οι Sadomas, οι Radiosol και άλλοι. Ηταν το μουσικό κομμάτι της βραδιάς που δεν έπαιξε καθόλου μικρότερο ρόλο: το αίτημα ενός ομιλητή «βοηθήστε μας για να μπουν οι φασίστες πίσω στα λαγούμια τους» έφτανε κι έτσι λίγο πιο κοντά στην ικανοποίησή του.