Στην κατάθεσή του την περασμένη εβδομάδα στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος ήταν σαφής: δομικό στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η ανοχή διαφορετικών ιδεολογικών «πιστεύω». Οι νεοναζί δικάζονται για τις πράξεις τους, όχι για τις ιδέες τους. «Θεωρώ γελοίο το να πάει κάποιος φυλακή επειδή είναι οπαδός της βασιλευόμενης δημοκρατίας» είπε. «Ανοχή πρέπει να υπάρχει και ως προς τις απόψεις για τη δικτατορία του προλεταριάτου».

Το ίδιο ισχύει για όλες τις απόψεις, με εξαίρεση ενδεχομένως κάποια φορτισμένα κεφάλαια της Ιστορίας. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος, για παράδειγμα, είναι ποινικά κολάσιμη σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η έκφραση όμως μιας άποψης για τον χριστιανισμό, τον εβραϊσμό ή το Ισλάμ, όσο ακραία κι αν είναι, δεν μπορεί να οδηγεί στα δικαστήρια.

Η Σώτη Τριανταφύλλου μισεί την πολιτική ορθότητα. Και το έχει αποδείξει τόσο με τη ζωή της όσο και με τα βιβλία της, τα ρεπορτάζ της και τα άρθρα της. Αυτό την οδηγεί συχνά στην πρόκληση. Και μια πρόκληση μπορεί να είναι γοητευτική γιατί ανοίγει δρόμους, μπορεί να είναι και απωθητική γιατί τους κλείνει. Τις έχουν αυτές τις αντιφάσεις οι καλοί γραφιάδες. Και κρίνονται από τους αναγνώστες τους.

Η συγγραφέας πιστεύει ότι το Ισλάμ είναι μια ιδεολογία εκβαρβαρισμού. Προς επίρρωση της άποψής της, επικαλείται και μια φράση που έχει αποδοθεί εσφαλμένα στον Μάρκο Πόλο. Απαιτεί επίσης από τους μουσουλμάνους να καταδικάζουν μαζικά κάθε τρομοκρατική πράξη των τζιχαντιστών. Οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σε αυτά τα επιχειρήματα είναι απλές. Το Ισλάμ δεν πρέπει να συγχέεται με τον ισλαμισμό. Η Wikipedia είναι κακός σύμβουλος. Οι μουσουλμάνοι δεν έχουν λόγο να αισθάνονται ένοχοι επειδή κάποιοι φανατικοί σκοτώνουν στο όνομα μιας θρησκείας που ασπάζονται 1,5 δισεκατομμύριο άνθρωποι. Οι περισσότεροι τζιχαντιστές, άλλωστε, έχουν καταδικαστεί για ποινικά εγκλήματα και γνωρίζουν ελάχιστα για τις βασικές αρχές του Ισλάμ.

Η συζήτηση λοιπόν έχει ενδιαφέρον και γίνεται σε όλο τον κόσμο. Αλλά ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι έκρινε σκόπιμο να μηνύσει την Τριανταφύλλου και τους συντάκτες παρόμοιων κειμένων για υποκίνηση ισλαμοφοβικής βίας. Κάτι τέτοιο θα είχε ενδεχομένως νόημα αν η κατηγορία αφορούσε την κατασκευή και διάδοση ψεμάτων, όπως για παράδειγμα ότι οι πρόσφυγες ευθύνονται για την τρομοκρατία. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, στο προκλητικό απαντά απλώς το γελοίο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον να επιτίθεται σε έναν φιλήσυχο μουσουλμάνο κραδαίνοντας το τελευταίο άρθρο της Σώτης;

Ο Παναγιώτης Δημητράς ψέγει επίσης όσους αντέδρασαν στη μήνυσή του, υποστηρίζοντας ότι δεν έδειξαν ανάλογη ευαισθησία όταν παραπέμφθηκαν σε δίκη για τις απόψεις τους ακροδεξιοί ή χρυσαυγίτες. Σε αυτό μπορεί να έχει δίκιο. Θέλει σθένος η υπεράσπιση της αρχής πως «διαφωνώ με ό,τι λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Εστω κι αν μάλλον εσφαλμένα αποδίδεται στον Βολταίρο.