Συνέβη προ Μνημονίου, πριν καν ακόμη η κρίση μάς δείξει τα δόντια της. Περιώνυμη κυρία με επίθετο – εμπορική μάρκα, είχε καλέσει μία μεγάλη παρέα σε ψαροταβέρνα τουριστικού νησιού. Οπως συνήθως γίνεται (ή μάλλον γινόταν), οι φάβες και τα καλαμαροχτάποδα της αρχής γέμισαν τα στομάχια με αποτέλεσμα τα πιρούνια να μείνουν μάλλον αδιάφορα για την ψαρούκλα που έφτασε εντυπωσιακή μέσα στην πιατέλα. Η οικοδέσποινα όμως σερβίριζε με το ζόρι τους φίλους της, έκοβε άτσαλα την ψαρούκλα, την μοίραζε στα πιάτα και στο τέλος έκανε νιανιά ό,τι είχε απομείνει στην πιατέλα. Ετσι, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα δεν είχε καταναλωθεί μεγάλη ποσότητα, έμοιαζε ότι το ψάρι είχε, τουλάχιστον μισοφαγωθεί. «Ε, μη μας πούνε τώρα ότι πετάμε και τα ψάρια» σιγομουρμούρισε φεύγοντας. Μέσα στον περιρρέοντα σουσουδισμό, διέσωζε τα προσχήματα.
Συνδεδεμένο με την υποκρισία, το πρόσχημα έχει δαινομοποιηθεί. Η πλήρης απουσία του όμως υπονομεύει τούς παντός είδους πολιτισμούς, από τον πολιτικό μέχρι τον αστικό. Το είδαμε στον απροσχημάτιστο τρόπο με τον οποίον η κυβέρνηση έχτισε τη νέα διαπλοκή. Θα είχε καμία διαφορά αν κρατούσε τα προσχήματα; Ναι, θα είχε. Δεν θα επιβαλλόταν η δική της διαπλοκή ως ηθική κανονικότητα. Ως διαστρεβλωμένη διαφάνεια που μπορεί να γίνεται κάτω από το άπλετο φως του Κοινοβουλίου. Την ίδια ξεδιαντροπιά όμως έχει και η χρήση του προσχήματος στις δηλώσεις Μελανσόν που είπε μεταξύ άλλων «… τουλάχιστον η χώρα απέρριψε την Ακροδεξιά». Το πρόσχημα που επικαλείται κάποιος μπορεί, συχνά, να αποκαλύψει ό,τι θέλει να κρύψει. Γιατί το πρόσχημα δεν το χρησιμοποιείς. Το τηρείς ή το διασώζεις.