Για τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα έχω ευχάριστα και δυσάρεστα νέα.
Τα ευχάριστα (για εμάς τουλάχιστον, αλλά θέλω να ελπίζω και για εκείνον…) είναι ότι εδώ είμαστε Ελλάδα και όχι Ουκρανία, όπου παλαιότερα θήτευσε επιτυχώς.
Τα δυσάρεστα είναι ότι ακριβώς επειδή είμαστε Ελλάδα, δεν συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε ξένους διπλωμάτες στον σχολιασμό της πολιτικής.
Με άλλα λόγια, δεν περιμένουμε από κανέναν πρέσβη να δώσει οδηγίες ή ευλογίες στον Πρωθυπουργό τι να κάνει και τι να αφηγηθεί, όπως δεν περιμένουμε να κρίνει αν όσοι αντιπολιτεύονται τον Πρωθυπουργό το κάνουν σωστά ή λάθος.
Για έναν απλό λόγο.
Επειδή δεν έχουμε συνεταιρικά την κυβέρνηση, ούτε την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Αυτός έχει κυβέρνηση Τραμπ, να τη χαίρεται. Εμείς έχουμε κυβέρνηση Τσίπρα, στις υγείες μας.
Ως εκ τούτου οι εκατέρωθεν παραινέσεις είναι εντελώς περιττές.
Από την άλλη πλευρά βεβαίως ο πρέσβης είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που μπορεί να έχει γνώμη και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση και για το γκολ του ΠΑΟΚ στον τελικό.
Συνηθίζεται όμως, για λόγους στοιχειώδους πρόνοιας, οι διπλωμάτες να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση και να μη δημοσιοποιούν αβασάνιστα απόψεις ή σχόλια, κυρίως για θέματα που δεν τους αφορούν.
Φαντάζεστε τον κ. πρέσβη να πλακώνεται στην «Αθλητική Κυριακή» αν έπρεπε να σφυρίξει ο επόπτης το οφσάιντ; Δεν τον φαντάζεστε. Πολύ σωστά διότι δεν είναι δουλειά του.
Και το λέω με κάθε ταπεινότητα, επειδή την τελευταία φορά που οι Αμερικανοί ανακατεύτηκαν αναρμόδια κάπου ήταν στην Ουκρανία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα έγινε καλοκαιρινή κι ακόμη να συνέλθει.
Προφανώς δεν το εκλαμβάνω ως προηγούμενο. Είμαι βέβαιος ότι ο άνθρωπος αγαπά την Ελλάδα κι ούτε διανοείται να της συμβεί κάτι αντίστοιχο.
Ενδεχομένως έχει ενημερωθεί ότι πριν από δεκαετίες διάφοροι προκάτοχοί του είχαν άποψη για την κυβέρνηση, για την αντιπολίτευση, για το πολιτικό προσωπικό, ακόμη και για τον εκλογικό νόμο.
Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τη σπουδαιότητα των απόψεων αυτών, σημειώνω απλώς πως η συνήθεια έχει εκλείψει από το 1974. Και δεν βλέπω κανέναν διατεθειμένο να την επαναφέρει.
Ακόμη λιγότερο να την επαναφέρει τζάμπα.
Διότι όπως είπε (σε ελεύθερη απόδοση…) κι ο Σόιμπλε στον προηγούμενο υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ: δεν έχουμε καμία αντίρρηση να σώσετε την Ελλάδα, αλλά κοστίζει 30 δισ.
Ή τα δίνεις κι ασχολείσαι με τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη. Ή δεν τα δίνεις, βλέπεις Netflix στην τηλεόραση κι ασχολείσαι με τη Σοφία Βεργκάρα.