Υποθέτω ότι είναι πολύ γνωστή σε όλους μας η περίφημη διαμάχη των ιστορικών στη Γερμανία. Η ουσία της διαμάχης αφορούσε τη συζήτηση για τον ρόλο που έπαιξε ο ίδιος ο γερμανικός λαός στην άνοδο και στη μη εκ μέρους του αμφισβήτηση του ναζισμού ακόμη και στις τελευταίες μέρες. Υστερα από αυτήν τη διαμάχη ο γερμανικός λαός κατόρθωσε να φτάσει σε υψηλά επίπεδα αυτοσυνειδητοποίησης.
Δυστυχώς στη χώρα μας κάθε φορά που γίνεται κάποια προσπάθεια μη εθνικιστικής προσέγγισης του μαθήματος της Ιστορίας, όπως παλιότερα με το βιβλίο της ιστορικού Μαρίας Ρεπούση, η κριτική μένει στην επιφάνεια του «συνωστισμού της Σμύρνης» και όχι στην κυρίαρχη θέση του βιβλίου που αμφισβητούσε μια Ιστορία «θεραπαινίδα» τού «τα δικά μας δικά μας και τα δικά τους πάλι δικά μας» ή «σφαγές εσείς, ηρωισμοί εμείς». Κάθε φορά λοιπόν που γίνεται προσπάθεια για μια αντιεθνικιστική προσέγγιση του μαθήματος της Ιστορίας, βγαίνουν τα μαχαίρια των πάσης φύσεως «πατριωτών».
Το ίδιο συνέβη και με τις προτάσεις που κατέθεσε ο συντονιστήςτου Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ο εξαίρετος ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης. Αυτές στην ουσία αφορούσαν προτάσεις για εστίαση στην ιστορία των νεότερων χρόνων και σε αλλαγές που αφορούν τα μεγάλα ιστορικά σύνολα και λιγότερο συγκεκριμένα πρόσωπα ή γεγονότα.
Τι ήταν να το πει; Η κυρία Νίκη Κεραμέως από τη φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία και ο κύριος Δημήτρης Κωνσταντόπουλος από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να κατακεραυνώσουν όχι μόνο τις «ανιστόρητες και επικίνδυνες» προτάσεις αλλά και να απαξιώσουν τον ιστορικό Βόγλη. Υποθέτω έχουν διαβάσει όλα του τα βιβλία, όπως και αυτά μιας εξαίρετης νέας γενιάς «αριστερών και δεξιών» ιστορικών. Ανακάλυψαν λοιπόν το «αριστερό» βιβλίο του «Η Αδύναμη Επανάσταση» (Αλεξάνδρεια) όπου, άκουσον άκουσον, αυτός τολμά να υπερασπίζεται τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Θα έλεγα ότι αυτή η ανάγνωση αποτελεί μια ανάγνωση του τύπου «από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα» και γνωρίζοντας την τεμπελιά που μαστίζει το πολιτικό προσωπικό μας όσον αφορά τη μελέτη βιβλίων, και όχι μόνο, θα παρέπεμπα σε όλες τις βιβλιοκριτικές που γράφηκαν γι’ αυτό το βιβλίο. Και στη δική μου που δημοσιεύτηκε εδώ στο «Βιβλιοδρόμιο» των ΝΕΩΝ» (04-06-2016) όπως και στην πάλι εδώ παρουσίασή μου (11-03-2016) του επίσης εξαιρετικού αντίλογου των Μαραντζίδη και Καλύβα («Εμφύλια Πάθη», εκδ. Μεταίχμιο).
Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα διαμάχη για τον ελληνικό εμφύλιο αλλά η μάχη χαρακωμάτων κατά κάθε αλλαγής των βιβλίων Ιστορίας, όταν κάποιος επιχειρεί να τα κάνει λίγο να θυμίζουν βιβλία Ιστορίας και όχι λεπενικές προσεγγίσεις. Θα ήθελα μόνο να υπενθυμίσω στην κυρία Κεραμέως ότι στο κόμμα της ανήκει και η εξαίρετη Μαριέττα Γιαννάκου, τη στάση της οποίας σχετικά με το βιβλίο της Ρεπούση καλείται να γνωρίσει η φιλελεύθερη ΝΔ. Στον κύριο Κωνσταντόπουλο θα συνιστούσα να διαβάσει βιβλία ιστορίας της Σοσιαλδημοκρατίας.