Σχολιάστηκαν σε μέσα ενημέρωσης, σόσιαλ μίντια και μεταξύ μας κουβέντες. Αναφέρομαι στα δελτία Τύπου με τα οποία το Μαξίμου έκανε αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση και, υιοθετώντας ειρωνικό λανγκάζ ξανθής τρεσοφόρου τηλεπαρουσιάστριας (όπου τρέσα, τα εξτένσιον επί του τριχωτού της κεφαλής), προέτρεπε τον αρχηγό της να πάει πρώτα σε πρωινάδικο, μετά στην «Αθλητική Κυριακή», παράφρασε και τον Νίκο Γκάτσο και, γενικώς, έφτασε τον πολιτικό διάλογο σε ένα επίπεδο όπου άκουγες «να χτυπούν τα τακουνάκια, στο τσιμέντο, στα πλακάκια». Από την άλλη πλευρά έγινε λόγος για την κουλτούρα και την αισθητική του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, τον πολιτισμό στην επικοινωνιακή διαχείριση και το λεκτικό ύφος των ανακοινώσεων. Κορόιδα όμως είναι όσοι νομίζουν ότι αυτή η φρασεολογία οφείλεται σε έλλειψη παιδείας, έστω και αμιγώς πολιτικής.
Οταν δεν μπορείς, λένε, να αλλάξεις την πραγματικότητα, αλλάζεις τις λέξεις. Ή ο καλύτερος τρόπος για να παραμορφώσεις την πραγματικότητα είναι να παραμορφώσεις τις λέξεις. Διότι διαστρεβλώνοντας τις λέξεις, διαστρεβλώνεις και τις έννοιες. Τα δελτία Τύπου του Μαξίμου είναι μέρος συγκεκριμένης τακτικής που χρησιμοποιεί μπουγιόζα αλλά αδειανά λεκτικά σχήματα, ακριβώς επειδή δεν έχει με τι να τα γεμίσει. Απαντήσεις που μοιάζουν με απαντήσεις, αλλά είναι άσφαιρες φραστικές πιστολιές. Σαν αυτή του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ Πάνου Ρήγα που όταν στην εκπομπή «Αταίριαστοι», ενώ εκθείαζε την τέως πρόεδρο της Αργεντινής για το πώς κατατρόπωσε τον νεοφιλελευθερισμό, οι δημοσιογράφοι τού θύμισαν ότι της έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι για θέματα διαφθοράς, είπε: «Να μην μπούμε σε αυτήν τη συζήτηση, να τελειώνει το παραμύθι». Εκείνος νομίζει ότι απάντησε. Εμείς;