Οι γυναίκες που παίρνουν ορμόνες για να αντέξουν τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης ίσως θέτουν σε κίνδυνο την ακοή τους, αναφέρουν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.

Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με 80.792 εθελόντριες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η λήψη θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης επί σειρά ετών αυξάνει τον κίνδυνο βαρηκοΐας κατά 15% έως 21%.

Οι γιατροί πίστευαν έως τώρα ότι η ορμονοθεραπεία για την εμμηνόπαυση δρα προστατευτικά στην ακοή, αποκαθιστώντας τα επίπεδα των οιστρογόνων τα οποία φυσιολογικά παύουν να παράγονται όταν μπει η γυναίκα στην εμμηνόπαυση.

Η νέα μελέτη, όμως, υποδηλώνει ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο, με τον κίνδυνο βαρηκοΐας να αυξάνεται κατά 15% έπειτα από πέντε και έως εννέα χρόνια λήψης της ορμονοθεραπείας, που τυπικά συμπεριλαμβάνει οιστρογόνα και προγεστερόνη.

Μετά από δέκα χρόνια θεραπείας, οι πιθανότητες εκδήλωσης βαρηκοΐας είναι αυξημένες κατά 21%, γράφουν στην επιθεώρηση Menopause,την οποία εκδίδει η Εταιρεία Εμμηνόπαυσης της Βορείου Αμερικής (NAMS).

Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν για ποιον ακριβώς λόγο επιβαρύνει η ορμονοθεραπεία την ακοή, αλλά εικάζουν ότι οι λαμβανόμενες ορμόνες διαταράσσουν τους υποδοχείς οιστρογόνων στα επονομαζόμενα τριχωτά κύτταρα του έσω ωτός, τα οποία συλλέγουν τα ηχητικά κύματα από το περιβάλλον, και στις υπόλοιπες δομές που τα μεταφέρουν στον εγκέφαλο για να ερμηνευθούν ως ήχοι.

Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι να επηρεάζεται δυσμενώς η ροή αίματος στα αυτιά.

Τη νέα μελέτη πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Νοσοκομείο BrighamandWomen’s στη Βοστώνη.

Όπως δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Σάρον Κέρχεν, «η βαρηκοΐα είναι μία συχνή και συχνά εξαντλητική κατάσταση που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την επικοινωνία, την κοινωνική ευεξία, την υγεία και την ποιότητα της ζωής.

»Για πολλές γυναίκες, η ορμονοθεραπεία στην εμμηνόπαυση είναι η ενδεικνυόμενη επιλογή για να διαχειριστούν τις εξάψεις, τις νυκτερινές εφιδρώσεις και την απώλεια οστικής μάζας, να βελτιώσουν τον ύπνο και να ανακτήσουν μια καλή ποιότητα ζωής.

»Η μελέτη μας, όμως, υποδηλώνει ότι η θεραπεία αυτή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο βαρηκοΐας και ότι ο κίνδυνος αυξάνεται κατ’ αναλογίαν με την διάρκεια της θεραπείας».