Η δικαιολογημένη ικανοποίηση συνοδεύτηκε από πολλές υπερβολές για τον Εμανουέλ Μακρόν: ακόμα δεν τον είδαμε, Πάπα τον εβγάλαμε. Αλλά κι αυτή η αντίδραση, που δεν συναντάται μόνο στα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητη, αφού ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας ενσαρκώνει, στα χαρτιά τουλάχιστον, ένα νέο μοντέλο κατάκτησης και, ας ελπίσουμε, άσκησης της εξουσίας.
Η βασική διαφορά δεν βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, ούτε στην εντυπωσιακή νεότητα (κι εμείς έχουμε ελάχιστα γηραιότερο Πρωθυπουργό) ούτε στη δήθεν ιδιωτικο-τραπεζική καριέρα (ο Μακρόν είναι κλασικό προϊόν της γαλλικής δημόσιας ελίτ) ούτε βέβαια σε κάποια απο-πολιτικοποίηση: αντίθετα, η –ορθή, όπως απέδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα –διαίσθησή του ότι το πάθος πολιτικής που χαρακτηρίζει τον γαλλικό λαό δεν μπορούσε να εκφραστεί μέσα από τα υπάρχοντα σχήματα δεν έμεινε απλώς διαίσθηση, αλλά, βοηθούμενη και από μια εξαιρετικά ευνοϊκή σειρά εξελίξεων, έγινε πολιτική πράξη. Ο Μακρόν πολιτεύτηκε χωρίς οργανωμένο κόμμα, αλλά με πολύ επαγγελματικά οργανωμένο «κίνημα», βασισμένο στις αρχές του εθελοντισμού και του πόρτα πόρτα. Χωρίς πολιτική ετικέτα –δεν έλεγε «δεν είμαι ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά», αλλά «έχω στοιχεία και από τη Δεξιά και από την Αριστερά» -, πάντως με σαφή «κεντροαριστερή» (στην ουσία, όχι στα λόγια) ατζέντα: ισχυρό στρατηγικό κράτος – προστάτης, ευέλικτη αλλά όχι ανέλεγκτη αγορά εργασίας, δομικές μεταρρυθμίσεις, αποδοχή της διαφορετικότητας και της ανεκτικότητας, διεθνισμός και ευρωπαϊσμός.
Ο Μακρόν όχι μόνο δεν γύρισε την πλάτη στην πολιτική, αλλά τόλμησε –αυτή είναι η κρίσιμη λέξη –να διατυπώσει και να ενσαρκώσει την από αρκετό καιρό υπαρκτή αλλά ώς τώρα υφέρπουσα διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τους απανταχού λογάδες – λαϊκιστές – εθνικιστές, είτε δηλώνουν «δεξιοί» είτε «αριστεροί», με τους πολιτικούς εκείνους που πιστεύουν και εργάζονται για μια ανόρθωση της «δημοκρατίας της παγκοσμιοποίησης». Μια δημοκρατία της πράξης και όχι των ιδεολογημάτων, που γνωρίζει και προσαρμόζεται στις προκλήσεις της εποχής: τα ανοιχτά σύνορα που αλλάζουν τις σχέσεις των κρατών, την καλπάζουσα τεχνολογία που αλλάζει την έννοια και το είδος της εργασίας, τις διάχυτες απειλές που αλλάζουν την αίσθηση και την ανάγκη ασφάλειας, την «άδικη οικονομία» (με μια πίτα που διαρκώς αυξάνεται, αλλά όλο και πιο άνισα μοιράζεται, χωρίς τοπική έδρα, με άυλα χαρακτηριστικά, με εγγενή τάση συγκέντρωσης στα χέρια των ήδη εχόντων), που αλλάζει τις ανάγκες της εθνικής και διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης.
Στη δοκιμασία της εξουσίας, αυτό που κυρίως μένει να φανεί –και είναι εξαιρετικά σημαντικό, όχι μόνο για τη Γαλλία –είναι το αν αυτή η γραμμή της προσαρμοσμένης στο σύστημα λογικής θα μπορέσει, πρώτον, να μεταφραστεί σε κυβερνητική πράξη (οι αντιστάσεις της αδράνειας, ειδικά στη Γαλλία, είναι πάμπολλες) και, δεύτερον, να «εξανθρωπίσει» πράγματι την οικονομία, να μαλακώσει την κοινωνία και να ενισχύσει την κοινή ευρωπαϊκή πορεία. Παράλληλα, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν μια τέτοιου είδους προσπάθεια θα βρει μιμητές σε άλλες χώρες –με πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό τη δική μας –μέσα από πολιτικούς της ανόρθωσης και κοινωνίες της συμφιλίωσης (και πρώτα απ’ όλα με την πραγματικότητα).
Ας δώσουμε λοιπόν χρόνο στον χρόνο, που έλεγε και ο Φρανσουά Μιτεράν. Αλλά κι ας ευχηθούμε το πέρασμα του χρόνου, δηλαδή η δοκιμασία της πραγματικότητας, να μην ταυτίσει το νέο μοντέλο με το παλιό.