Εντάξει, ο υπουργός μπορεί να μην ξέρει πώς θα το κάνει. Τουλάχιστον όμως ξέρει τι θέλει: να καταργήσει τις Πανελλαδικές. Και κάπως έτσι μια πολύ σοβαρή υπόθεση πέφτει θύμα του υπουργικού βολονταρισμού αλλά και της γενικότερης ανάγκης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για μια επίδειξη γνήσιας φιλολαϊκής πολιτικής. Γιατί η κατάργηση των Πανελλαδικών δεν είναι παρά ένα πρώτο αντίμετρο στη συμφωνία των 140 προαπαιτουμένων, μια ανακούφιση στο φαντασιακό των χιλιάδων παιδιών που σε μερικές εβδομάδες θα διαγωνιστούν με την αστυνομική τους ταυτότητα στο χέρι πριν το μπλε αυτοκόλλητο κρύψει τα στοιχεία τους για να εξασφαλιστεί το αδιάβλητο μιας διαδικασίας που έχει μείνει πια χωρίς υποστηρικτές.
Η κυβέρνηση έχει δίκιο: οι εξετάσεις πρέπει να καταργηθούν. Γιατί είναι μια καθόλου παιδευτική και εντελώς αναξιοκρατική βαρβαρότητα που συστήνει στους αποφοίτους των Λυκείων τον κόσμο των ενηλίκων με ένα μαρτύριο αφού προηγουμένως έχει κονιορτοποιήσει την αξία της γνώσης και έχει εξορίσει την αξία της κριτικής σκέψης. Είναι ένας αναχρονισμός που κρατά τους μαθητές δέσμιους της παραπαιδείας και υπονομεύει την ανεξαρτησία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων απέναντι στην κεντρική διοίκηση, η οποία επιμένει να ορίζει η ίδια των αριθμό των εισακτέων για να κάνει μικρές φιλολαϊκές επιδείξεις σε παιδιά και γονείς που αγωνιούν.
Μόνο που η κυβέρνηση αντικαθιστά μια συλλογική ταπείνωση με μια προσβολή. Ανακοινώνοντας μια πρόθεση χωρίς κανέναν σχεδιασμό, αυτό που πετάει στο τραπέζι είναι στην ουσία μια αυτοαναιρούμενη διακήρυξη. Το τέχνασμα δεν είναι κακό για να κερδίσει τις εντυπώσεις της μισής ημέρας. Ως προϊόν κατάχρησης όμως είναι εξαιρετικά αναποτελεσματικό. Γιατί είναι σαν να δίνει εξετάσεις και να κάνει συνεχώς σκονάκι τον εαυτό της.