Ενα μυθιστόρημα με μια εντελώς άγνωστη λέξη για τίτλο, που σε ελάχιστους παραπέμπει κάπου, τι τύχη μπορεί να έχει στη βιβλιοφιλική αγορά; Και όμως οι σελίδες αυτής της περιεκτικής μυθοπλασίας συγκινούν με την αμεσότητα, τη δραματουργική ευφράδεια και τη λαϊκή τονικότητα των γεγονότων που εξιστορούν, μέσα από τα πορτρέτα των πρωταγωνιστών μιας απίθανης ιστορίας.
Πάμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, ξεκινώντας από το πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων. Βρισκόμαστε στις παρυφές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χώρες της Ευρώπης έχουν διαλέξει στρατόπεδα και ετοιμάζονται για τον αιματηρό Εμφύλιο. Στην Ελλάδα ο εθνικός διχασμός καλά κρατεί. Η χώρα δεν έχει κατασταλάξει ως προς τους συμμάχους της. Διακυβεύονται πολλά. Από το πολίτευμα, τη σύνθεση των πληθυσμών, μέχρι την επαναχάραξη των συνόρων. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συνιστούσε ουδετερότητα. Εκλινε προς την πλευρά των Γερμανών και προσπαθούσε, προφανώς ματαίως, να αποκρούσει τους Βουλγάρους με μια σειρά δολιχοδρομιών σε διεθνή fora. Ο Κωνσταντίνος λογιζόταν ως ο απελευθερωτής της «Νέας Ελλάδας» και με τη στάση του αυτή αποσυντόνιζε τόσο το στράτευμα όσο και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής του βάσης. Στα σύνορα, ο φόβος αναμεμειγμένος με την οργή κατά των Βουλγάρων ήταν κάτι παραπάνω από αισθητός και η όποια παθητική στάση από πλευράς ηγεσίας ήταν απορριπτέα.
Ψημένοι εθελοντές
Από την άλλη μεριά ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποσχόταν ότι η νικηφόρα Αντάντ θα υποστήριζε τα νέα σύνορα, με παράλληλη εξουδετέρωση του γερμανοβουλγαρικού άξονα. Η Ελλάδα αίφνης θα αποκτούσε οντότητα, θα ήταν με το μέρος των νικητών, ενώ θα υπήρχε βούληση για να προσαρτηθεί οριστικά και η Θράκη. Αυτά όλα χάιδευαν τα αφτιά πολλών, μα ελάχιστοι πίστευαν πραγματικά πως μπορεί να κατορθωθεί κάτι τέτοιο. Το αξιόμαχο Δ’ Σώμα Στρατού είχε έδρα την Καβάλα, υπό τον διοικητή Χατζόπουλο. Αποτελούνταν από ψημένους εθελοντές από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Πολλοί εξ αυτών είχαν να βγάλουν τη στολή πέντε χρόνια. Ενα μεγάλο μέρος των Βορειοελλαδιτών περίμενε από εκείνους να αναχαιτίσουν τους Βουλγάρους, αν και ήξεραν πως δεν θα ήταν μια μάχη με ίσους όρους.
Οσο ο Κωνσταντίνος υποχωρεί από τις δεσμεύσεις του και ο Βενιζέλος προετοιμάζεται για πόλεμο, κυριαρχεί αναβρασμός ανάμεσα στους αμάχους. Αισθάνονται ευάλωτοι στην επικείμενη επέλαση των γειτόνων. Αγγλικά μεταγωγικά καταπλέουν ανοιχτά της Καβάλας. Αρχικά έχει δοθεί η εντολή να μεταφερθεί το Δ’ Σώμα Στρατού στην «Παλιά Ελλάδα». Ο διοικητής Χατζόπουλος αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις. Είναι φανερό πως ούτε οι Γερμανοί, μα ούτε οι Αγγλοι τούς θέλουν εκεί. Η ελληνική διοίκηση παίρνει αποστάσεις. Οταν οι συζητήσεις καταρρέουν, αρχίζει το χάος. Πλήθος ανθρώπων προσπαθούν με όλα τα μέσα να φτάσουν στα μεταγωγικά, λόγω του ότι έμεναν απροστάτευτοι. Ακολουθούν σκηνές που θυμίζουν Σμύρνη το ’22 με την ειδοποιό διαφορά ότι έλληνες στρατιώτες διατάχθηκαν να βάλλουν κατά αμάχων. Υστερα από τα γεγονότα αυτά, το Δ’ Σώμα Στρατού πήρε εντολή να κατευθυνθεί μυστικά προς το στρατόπεδο της μικρής πόλης του Γκέρλιτς, στην τότε Σιλεσία της Γερμανίας. Μια απόφαση που λαμβάνεται σχεδόν στο πόδι, στέλνει χιλιάδες ψυχές σε ένα απομονωμένο μέρος.
Η συγγραφέας παρακολουθεί μυθοπλαστικά τα τεκταινόμενα στο στρατόπεδο, από τον Μάιο του 1917 έως και τον Νοέμβριο του 1918. Ο αφηγηματικός άξονας κινείται γύρω από πέντε φαντάρους. Οι οποίοι δένονται μεταξύ τους με φιλικούς δεσμούς, όταν διατάσσονται να δουλέψουν εντός στρατοπέδου για την κατασκευή στρατιωτικού εξοπλισμού για τους Γερμανούς. Η παραδοξότητα ως καθημερινή συνθήκη κυριαρχεί. Το Δ’ Σώμα Στρατού βρίσκεται σε μεταιχμιακή κατάσταση: είναι και δεν είναι αιχμάλωτοι πολέμου. Κυκλοφορούν στη μικρή πόλη του Γκέρλιτς, αλλά τους απαγορεύεται να λάβουν μέρος στις μάχες. Και το ζήτημα είναι με ποιους; Στην πορεία η Ελλάδα είναι σύμμαχος της Αντάντ.
Το στράτευμα παραμένει τυπικά βασιλικό και συνάμα εξόριστο. Εντός του οι έριδες των βενιζελικών με τους βασιλικούς δίνουν και παίρνουν. Οι βενιζελικοί αξιωματικοί αιχμαλωτίζονται και αρκετοί στρατιώτες δουλεύουν σε παρακείμενα εργοστάσια με μισθό και κατάλυμα. Αλλοι θέλουν να παραμείνουν «υπό τας σημαίας» συνεχίζοντας ουδετερότητα και άλλοι θέλουν να πολεμήσουν στο πλευρό της Αντάντ. Το κύμα της Ιστορίας βυθίζει τους στρατιώτες. Τα γεγονότα τους ξεπερνούν –κι εκείνοι πιασμένοι σε έναν αόρατο ιστό. Οταν καταφτάνουν οι πρώτοι Γερμανοί φαντάροι και εργάτες από τη Δρέσδη, που έχουν κάνει κίνημα κατά του Κάιζερ, τότε για πρώτη φορά στο στρατόπεδο των Ελλήνων διασπείρεται η λέξη «σοσιαλισμός» διχάζοντας ξανά τους φαντάρους.
Σφύζει από ζωή
Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη κατασκευάζει έναν κενό χώρο, που σφύζει από ζωή. Είναι ένα δοχείο που περιέχει ένα άλλο δοχείο και πάει λέγοντας. Αμεσες αναφορές στη χώρα μας διαχρονικά που στη σύγχρονη ιστορία της έχει μάθει να δέχεται προτάγματα, μεγάλα λόγια και να φιλονικεί πάνω σε αυτά. Της λείπει η βούληση, η πρωταρχική σκέψη. Η παρέα των πέντε στο Γκέρλιτς αποτελεί όψεις της διαστρωμάτωσης που συνθέτει τη μεσαία τάξη. Πότε με τη μία πλευρά, πότε με την άλλη. Ιδανικός σκοπός να μονοιάσουν, να παραμερίσουν τις διαφορές και να χτίσουν τις ζωές τους.
Μια παράτολμη απόδραση θα τους διαλύσει το όνειρο της κανονικότητας. Είναι οι άνθρωποι που μένουν δίπλα μας. Σκέφτονται πριν πράξουν, αγανακτούν όποτε στριμωχτούν, κρατούν κρυφές τις πληγές τους, καθηλωμένοι σε μια αέναη νοσταλγία δείχνουν άρνηση στα τεκταινόμενα, εμπλέκονται αυθόρμητα με τους ανέμους των καιρών. Η συγγραφέας διεισδύει στους αρμούς της Ιστορίας και σκέφτεται πλάι με τους πρωταγωνιστές της. Οι οποίοι δεν γνωρίζουν γράμματα, αλλά μπορούν να δουν ξεκάθαρα μέσα στην ψυχή των επιθυμιών και των αντιθέσεών τους. Τι είναι τελικά ο πόλεμος; Είναι ό,τι μας αποκόβει από τη ζωή. Ο,τι μας εξαφανίζει τον ορίζοντα της ελευθερίας. Αν και σε ορισμένα σημεία χρειαζόταν λιγότερος συναισθηματισμός, το βιβλίο έχει δυνατότητες να κατακτήσει τον μέσο αναγνώστη.
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη
Γκαίρλιτς
Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2016, σελ. 208
Τιμή: 12,70 ευρώ