Τηρουμένων πάντα των αναλογιών, θα μπορούσε να είναι ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, ο πολιτικός θεματοφύλακας των φιλελεύθερων αξιών απέναντι στους θιασώτες διάφορων αυταρχισμών που τις αμφισβητούν λιγότερο ή περισσότερο ανοικτά. Δεν είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να πάρει τον ρόλο επειδή συγκρούστηκε μαζί τους. Είναι επειδή του την έπεσαν εκείνοι. Πρώτα ο επιχειρηματίας που ομνύει στην καθεστωτική ρώμη του Πούτιν κι έπειτα η πρεσβεία της Βενεζουέλας που, αφού «λυπάται» για τις δηλώσεις του, τον διαβεβαιώνει ότι δεν φταίει το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο που σκοτώνει τους διαδηλωτές, αλλά η Δεξιά που προκαλεί τη βία.
Θα μπορούσε, εάν στον βιότοπο της Νέας Δημοκρατίας δεν έθαλλαν στελέχη που προδίδουν το πνεύμα του αρχηγού τους. Οπως ο βορειοελλαδίτης βουλευτής που εμφανίζεται περίπου πρόθυμος να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στον αρχηγό του και τον επιχειρηματία για να λυθεί κάτι που ο ίδιος βλέπει σαν μια κακιά στιγμή, σαν μια ατυχή παρεξήγηση. Και όπως μια μάζα καραμανλοειδών, η πολιτική μνήμη της οποίας είναι πιο κοντά στον συστημικό λαϊκισμό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ παρά στο φιλελεύθερο, μακρονικό στυλ του Κυριάκου Μητσοτάκη: έτσι, κομματικά, πρόχειρα και τεμπέλικα, κυβέρνησαν κι εκείνοι την περίοδο 2004-2009.
Κανονικά οι πρώτες ρωγμές θα έπρεπε να εμφανιστούν πολύ μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη ΝΔ, όταν η κυβερνητική φθορά θα ενεργοποιούσε το ένστικτο της πολιτικής αυτοσυντήρησης σε διάφορα στελέχη της. Αλλά το εσωκομματικό χάσμα έχει αρχίσει να εμφανίζεται από τώρα. Η προοπτική της εξουσίας δεν λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία. Πράγμα που δεν έχει και τόση σημασία για τον ελεύθερο κόσμο. Εχει όμως για ένα κόμμα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει.