Σε μια δοκιμασία αντοχής –άνευ προηγουμένου –υποβάλλονται τα δημόσια νοσοκομεία, με το υγειονομικό προσωπικό να εκπέμπει «σήμα κινδύνου» για τις συνθήκες νοσηλείας στο ΕΣΥ. Την ίδια ώρα ειδικοί της Υγείας προειδοποιούν ότι το δημόσιο σύστημα έχει υπερβεί πλέον τις αντοχές του, καθώς (υπερ)λειτουργεί με περιορισμένους πόρους.
Σε κάθε περίπτωση χαμένοι είναι οι πολίτες, των οποίων οι ανάγκες δεν καλύπτονται επαρκώς εξαιτίας των μνημονιακών παρεμβάσεων και των πολιτικών που συνθέτουν ένα μωσαϊκό στρεβλώσεων. Το γεγονός ότι η κρίση σπρώχνει τους Ελληνες στα δημόσια νοσοκομεία αποτυπώνεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο από τα διαθέσιμα στοιχεία.
Πέρυσι αναζήτησαν ιατρική φροντίδα στα νοσοκομεία της Αττικής (1η ΥΠΕ) 2,76 εκατομμύρια ασθενείς. Ο αριθμός αυτός αφορά είτε επείγοντα περιστατικά είτε τακτικά ραντεβού (απογευματινά ιατρεία).
Ο αντίστοιχος αριθμός για το 2014 ήταν 2,68 εκατομμύρια και το 2015 2,72 εκατομμύρια. Αντίστοιχα, νοσηλεύτηκαν στα ίδια νοσοκομεία 651,5 χιλιάδες, δηλαδή τουλάχιστον 15.000 περισσότερα περιστατικά σε σχέση με το περασμένο έτος.
Πληγή από το κούρεμα των κεφαλαίων
Το οξύμωρο όμως είναι ότι παρά την αυξημένη ζήτηση που καταγράφεται στα δημόσια νοσηλευτήρια της Αττικής, έχει μειωθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, η διάθεση των κεφαλαίων στην 1η ΥΠΕ.
Ετσι, από 599,6 εκατομμύρια ευρώ το 2016 προσγειώθηκαν στα 575,8 εκατομμύρια ευρώ για φέτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Στο, μεταξύ η μαύρη τρύπα των ταμείων του ΕΣΥ γιγαντώνεται καθημερινά εξαιτίας (και) της ανθρωπιστικής κρίσης που έχουν προκαλέσει η ανεργία και το προσφυγικό κύμα.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι πέρυσι το νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς κατέγραψε κόστος ύψους 3,1 εκατ. ευρώ για τη φροντίδα ανασφάλιστων πολιτών και προσφύγων.
Το αντίστοιχο κόστος για το νοσοκομείο Ευαγγελισμός έφθασε τα 5,7 εκατ. ευρώ.
Και ενώ η σημερινή κυβέρνηση ικανοποίησε το κοινωνικό αίτημα για δωρεάν περίθαλψη σε όλους τους κατοίκους της χώρας χωρίς εξαιρέσεις, η αντίφαση εντοπίζεται στο γεγονός ότι η αποφασιστικότητά της για άμεση ανακούφιση δεν συνοδεύτηκε από τον απαραίτητο οικονομικό σχεδιασμό.
Η περίπτωση του Ευαγγελισμού είναι ενδεικτική: φέτος ο προϋπολογισμός του νοσοκομείου ανέρχεται στα 66 εκατ. ευρώ –δηλαδή κατά 2 εκατ. ευρώ μειωμένος σε σχέση με πέρυσι και κατά 58% περικομμένος σε σχέση με το 2010.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, η διαμαρτυρία της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) αποτελεί λογικό επακόλουθο. «Δυστυχώς από τον κρατικό προϋπολογισμό για το 2016 προβλέφθηκαν 1,265 εκατ. ευρώ και για το 2017 1 εκατ. ευρώ» διαπιστώνουν οι γιατροί, επισημαίνοντας ότι η κάλυψη του κόστους νοσηλείας των ανασφάλιστων όλων των κατηγοριών –δηλαδή είτε με ΑΜΚΑ είτε χωρίς, είτε Ελληνες είτε πρόσφυγες και μετανάστες –προκαλεί νέο οικονομικό αδιέξοδο στο ΕΣΥ.
στο ΕΣΥ
Το αποτέλεσμα είναι να βιώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας τόσο οι ασφαλισμένοι όσο και οι ανασφάλιστοι.
Αυτό τουλάχιστον καταγράφει έρευνα των «ΝΕΩΝ» για την Τριτοβάθμια Υγεία που έγινε αποκλειστικά σε ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν σε δημόσια ιδρύματα. Η δημοσκόπηση αφορά την ικανοποίηση των ασθενών από τη νοσηλεία τους κατά τους μήνες Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2014, Ιανουάριο – Φεβρουάριο 2016 και Μάρτιο 2017.
Οι έλληνες ασθενείς πριν από τρία χρόνια βαθμολογούσαν τη νοσηλεία τους στα δημόσια νοσοκομεία με 7 με άριστα το 10. Δεκατρείς μήνες αργότερα, ο βαθμός ικανοποίησης των ασθενών έπεσε στο 5,5. Η κατηφόρα της ταλαιπωρίας συνεχίστηκε για τους ασθενείς για τους επόμενους δεκατρείς μήνες, οι οποίοι βαθμολογούν με 4 τη νοσηλεία τους, καθώς όπως εξηγούν «παλαιότερα το δύσκολο ήταν να μπεις στο νοσοκομείο. Πλέον για τη νοσηλεία φέρνουμε όχι μόνο σύριγγες, αλλά και σεντόνια από το σπίτι μας».
Επιπλέον, στην ίδια έρευνα οι ασθενείς δηλώνουν κάθε χρόνο ότι οι υπηρεσίες είναι πολύ χειρότερες, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι οι γιατροί δεν προλαβαίνουν καν να τους ενημερώσουν για τις τυχόν παρενέργειες της θεραπευτικής αγωγής που τους συνταγογραφούν.
Είναι ενδεικτικό ότι 50% των ασθενών που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο των «ΝΕΩΝ» (εκ των οποίων αρκετοί ηλικιωμένοι) δήλωσαν ότι «δεν κατάλαβαν ακριβώς τον λόγο για τον οποίο έπρεπε να πάρουν συγκεκριμένο φαρμακευτικό σχήμα».
Ο λόγος, σύμφωνα πάντα με τους ασθενείς που συμμετείχαν στην ίδια έρευνα, είναι ότι οι γιατροί, παρόλο που εργάζονται υπερωρίες και με εντατικούς ρυθμούς, δεν επαρκούν ώστε να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών.
Το ίδιο ισχύει και για το νοσηλευτικό προσωπικό. «Βλέπεις νοσηλευτές που είναι πιο εξουθενωμένοι από χειρουργημένους ασθενείς και όχι μόνο. Κάποιες στιγμές που αισθανόμουν καλύτερα ήθελα να πάω να τους βοηθήσω» λέει η Αγγελική Τσάμη, της οποία η πεθερά νοσηλευόταν στο Γενικό Κρατικό Αθηνών (Γεννηματάς).
Γενικά η εξυπηρέτηση των ασθενών και η ποιότητα υπηρεσιών Υγείας έχουν φθίνει πάρα πολύ τα τρία τελευταία χρόνια, αφού όπως καταγράφηκε το 2014 το 45% των νοσηλευομένων δήλωνε ότι είναι σχετικά ικανοποιημένο καθώς είχε αρκετή εξυπηρέτηση κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, ενώ το 2017 το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 4,9%.
Απογοητευμένοι εμφανίζονται οι ασθενείς και σε ό,τι αφορά την καθαριότητα στα δωμάτια και τις τουαλέτες των νοσοκομείων. Το 2014 το 50% των ασθενών δήλωνε ότι το δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο και το 50% τυπικό νοσοκομείου. Τον Μάρτιο του 2017 το 76,1% δήλωνε ότι είναι τυπικό νοσοκομείου και το 4,9% ότι ήταν βρώμικο. Μια επίσκεψη στις κοινόχρηστες τουαλέτες του Γενικού Κρατικού αρκεί για να διαπιστώσει κανείς την ανεπάρκεια στην καθαριότητα –όπου το χαρτί αποτελεί τους τελευταίους μήνες υλικό πολυτελείας ακόμη και στους θαλάμους των ασθενών.
Περιμένοντας το ασθενοφόρο…
Ακόμη ένα πρόβλημα που ανέφεραν οι ασθενείς, το οποίο μάλιστα βρισκόταν εκτός ερωτηματολογίου, ήταν τα ασθενοφόρα. «Περιμέναμε εννέα ώρες ασθενοφόρο για να μεταφέρει τη μητέρα μου από το νοσοκομείο στο σπίτι. Οι νοσοκόμες μάς πρότειναν να πάρουμε ιδιωτικό. Για μια δωρεάν νοσηλεία τριών ημερών πληρώσαμε από την τσέπη μας 550 ευρώ» λέει ο Ηλίας Μανίδης.
Ταυτότητα έρευνας
Το ερωτηματολόγιο συντάχθηκε βάσει οδηγιών της Στατιστικής Αρχής των ΗΠΑ (Consumer Assessment of Healthcare Providers and Systems) και έγινε με τη μέθοδο one to one interview σε γραφεία κινήσεως ασθενών τεσσάρων νοσοκομείων (Ευαγγελισμός, Σωτηρία, Αττικό, Γενικό Κρατικό Αθηνών – Γεννηματάς) τους μήνες Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2014, Ιανουάριο – Φεβρουάριο 2016, Μάρτιο 2017. Αριθμός δείγματος: 21 ασθενείς. Επιπλέον, έγινε αυτοψία στους κοινόχρηστους χώρους των νοσοκομείων.