Οι αδυναμίες του συστήματος εντοπίζονται και στη ραχοκοκαλιά του ΕΣΥ, δηλαδή στους εργαζομένους. Και παρόλο που η ηγεσία του υπουργείου Υγείας σε κάθε ευκαιρία τονίζει την αυταπάρνηση του προσωπικού, μεγάλη μερίδα γιατρών και νοσηλευτών νιώθουν ότι βρίσκονται στο περιθώριο καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τους.
Κάπως έτσι έσβησε και η αρχική ελπίδα ότι οι ιθύνοντες της οδού Αριστοτέλους, όντας συνάδελφοί τους (ο Ανδρέας Ξανθός είναι μικροβιολόγος και ο Παύλος Πολάκης χειρουργός – εντατικολόγος), θα έφερναν την ανατροπή στον χώρο της Υγείας, δεδομένου ότι έχουν και οι ίδιοι βιώσει στο πετσί τους τις παθογένειες του συστήματος.
Υπό τις συνθήκες αυτές, «προδομένοι» νιώθουν και οι ειδικευόμενοι γιατροί εξαιτίας των δρομολογούμενων αλλαγών για την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας. Λάδι στη φωτιά έριξαν οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του ΚΕΣΥ (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας) Κώστα Μάρκου, ότι «οι ειδικευόμενοι είναι εκπαιδευόμενοι και όχι εργαζόμενοι και σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούμε».
Και ενώ ο Μάρκου επανήλθε με νέα τοποθέτηση – ανακοίνωση, διευκρινίζοντας πως «οι ειδικευόμενοι δεν θα είναι άμισθοι, αλλά θα πάψουν να αντιμετωπίζονται σαν εργαλείο κάλυψης των εργασιακών κενών», ο απόηχος της αρχικής αντίδρασης των ειδικευομένων δεν έχει καταλαγιάσει.
Οι νέοι γιατροί που εργάζονται στο ΕΣΥ αποδοκιμάζουν στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέτρα που έρχονται, με τους ίδιους να επιμένουν ότι στηρίζουν ένα σύστημα υπό κατάρρευση, εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες και άρα στην ελληνική πραγματικότητα δεν λειτουργούν ως εκπαιδευόμενοι αλλά ως ετοιμοπόλεμοι γιατροί.
Ετσι, απορρίπτουν το σχέδιο του ΚΕΣΥ που προβλέπει μεταξύ άλλων πανελλαδικές εξετάσεις για την ιατρική ειδικότητα τρεις φορές τον χρόνο και ετήσια αξιολόγηση των ειδικευομένων.
Πολυτέλειες. «Δεν υπάρχει η πολυτέλεια χρόνου για μελέτη στη βιβλιοθήκη. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει πως οι έλληνες ειδικευόμενοι είναι ανεπαρκείς. Εχουμε περάσει πολλές εξετάσεις στη ζωή μας. Και αναφέρομαι στην καθημερινή τριβή με τους ασθενείς. Εχω κάνει καρδιακή αναζωογόνηση, εργάζομαι νυχθημερόν, εξετάζω ασθενείς. Πώς, λοιπόν, μπορούν να αμφισβητούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ικανότητές μου;» διερωτάται η Γεωργία Γεωργακοπούλου, ειδικευόμενη στην Παθολογία (σύντομα ολοκληρώνει το δεύτερο έτος της εκπαίδευσής της στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς).
Η ίδια αποφοίτησε στη Ρώμη, όπου είχε τη δυνατότητα να αρχίσει άμεσα ειδικότητα. Σύμφωνα με τον… κανόνα, θα έπρεπε να είχε μείνει. Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με υπολογισμούς, ότι από τις περίπου 11.000 θέσεις για ειδικευομένους που υπάρχουν στο ΕΣΥ είναι καλυμμένες οι 7.000. Αιτία; Η μετανάστευση των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό με ζητούμενο την εργασιακή και οικονομική ασφάλεια.
Η Γεωργακοπούλου όμως, κόντρα στο ρεύμα, αποφάσισε να επιστρέψει. «Βιώνουμε την καθημερινότητα στο ΕΣΥ με μεγάλο άγχος και αγωνία» δηλώνει στα «ΝΕΑ».
Εξουθενωτικό ωράριο εργασίας
Τόσο εκείνη όσο και οι συνάδελφοί της δεν έχουν ωράριο. Φοράνε την ιατρική τους ποδιά στις 7.30 το πρωί και φεύγουν όταν τους το επιτρέψουν οι συνθήκες, συνήθως στις 5 το απόγευμα, κάποιες φορές (όχι λίγες) έπειτα από 12 ώρες εντατική εργασία ή ακόμη και περισσότερες.
Στο ήδη βεβαρημένο πρόγραμμά της θα πρέπει να προσθέσει κανείς και δύο εφημερίες την εβδομάδα. Εκείνες τις ημέρες αρχίζει την εργασία της το πρωί και επιστρέφει στο σπίτι της την επομένη το απόγευμα.
«Στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών οι ώρες εργασίας είναι εξουθενωτικές. Συνήθως εξετάζουμε ασθενείς επί 12 ώρες, χωρίς διακοπή. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του διαλείμματος. Λόγω της οικονομικής κρίσης, η κίνηση στο νοσοκομείο έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Ετσι, τρεις ειδικευόμενοι και ένας επιμελητής εξυπηρετούμε κατά κανόνα 250 ασθενείς» περιγράφει η νεαρή γιατρός.
Η λιτότητα στο ΕΣΥ έχει αφήσει το αποτύπωμά της παντού –στο ελλιπές και άρα άυπνο ιατρικό προσωπικό, στον εξοπλισμό που δεν συντηρείται στις κτιριακές εγκαταστάσεις που είναι παρατημένες στη φθορά τους.
Θύμα της λιτότητας, και το νοσηλευτικό προσωπικό, που είναι κουρασμένο και γηρασμένο. Τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) είναι αποκαλυπτικά.
Μία στις τρεις οργανικές θέσεις στη νοσηλευτική υπηρεσία των νοσοκομείων είναι κενή, ένας νοσηλευτής αντιστοιχεί κατά κανόνα σε 40 ασθενείς, ενώ 1.500 νοσηλευτές είναι αποσπασμένοι σε άλλες υπηρεσίες και σε γραφεία βουλευτών.
Επιπλέον, το 15% του νοσηλευτικού προσωπικού αντιμετωπίζει διαπιστωμένα προβλήματα υγείας εξαιτίας των εξουθενωτικών συνθηκών εργασίας, ενώ εάν αύριο χορηγούνταν στο νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων όλα τα ρεπό που τους οφείλονται, το ΕΣΥ θα κατέρρεε, καθώς θα έπρεπε να παρέχει υπηρεσίες στους πολίτες με 5.000 νοσηλευτές λιγότερους για τον επόμενο χρόνο!
Στη «μάχη» δίχως «όπλα»
«Καλούμαστε καθημερινά και παρέχουμε υψηλές υπηρεσίες υγείας με πολλές ώρες εργασία, με λίγη ανάπαυση, με ελλείψεις προσωπικού, με ανεπάρκεια υλικών ή και με ελαττωματικά υλικά, ενώ αρκετά συχνά χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε την εφευρετικότητά μας καταφεύγοντας σε πατέντες ώστε να εξυπηρετηθεί η αναγκαιότητα του πάσχοντος» λέει, περιγράφοντας τη σκληρή καθημερινότητα του κλάδου, η Γιαννούλα Νταβώνη, διευθύντρια της νοσηλευτικής υπηρεσίας στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς.
Τα γάντια που τρυπάνε, τα ράμματα κακής ποιότητας, οι φλεβοκαθετήρες με ελαττωματικές βελόνες –υλικά που κυκλοφορούν στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας κατά κόρον –έχουν κάνει τους νοσηλευτές να λειτουργούν ως «survivors», προσπαθώντας όπως όπως να εξυπηρετήσουν τους ασθενείς.
Η ίδια χαρακτηρίζει με μια νότα αυτοσαρκασμού τους νοσηλευτές «πολυθεσίτες» γιατί «καλούμαστε να ξεπεράσουμε την ανυπέρβλητη γραφειοκρατία και δυσλειτουργία του συστήματος, να σηκώσουμε το απίστευτα παραλλαγμένο σωματικό βάρος ενός ασθενούς προκειμένου να τον περιποιηθούμε, να χειριστούμε έναν σημαντικό αριθμό μηχανημάτων που εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα και την επιβίωση του ανθρώπινου οργανισμού, να φροντίσουμε για τη συνεχή και επαρκή εκπαίδευσή μας ώστε να μπορούμε να ανταποκρινόμαστε στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, να διαχειριστούμε τον πόνο και να προσπεράσουμε την οδυνηρή πορεία προς τον θάνατο, χρησιμοποιώντας δικλίδες άμυνας για να μην καταρρεύσουμε εμείς οι ίδιοι».
Και όλα αυτά ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό του ΕΣΥ είναι γηρασμένο και ο μέσος χρόνος υπηρεσίας του είναι τα 25 έτη. Το 15% των υπαλλήλων νοσηλευτικής υπηρεσίας διαθέτει πιστοποιητικά υγειονομικών επιτροπών με προβλήματα υγείας για απαλλαγή από βαριές εργασίες. Ομως συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη λόγω των ελλείψεων.
Στο μεταξύ, στο ΕΣΥ ο μέσος όρος ηλικίας των γιατρών είναι τα 60 χρόνια. Υπάρχουν τουλάχιστον 6.500 ελλείψεις σε μόνιμο ιατρικό προσωπικό και είναι επιτακτική ανάγκη ανανέωσης με επιμελητές β’, ώστε να μειωθεί ο μέσος όρος ηλικίας.