«Η δύναμη του σκότους» του Τολστόι για πολλά χρόνια στον τόπο μας ήταν γνωστό και στην παραστασιολογία με τον καθαρευουσιάνικο τίτλο «Το κράτος του ζόφου», που προσωπικά τον βρίσκω ουσιαστικότερο όσον αφορά τη στόχευση του συγγραφέα. Γιατί η λέξη «κράτος», «επικράτεια», σημαίνει επιβολή δύναμης αναπότρεπτης ισχύος και ο ζόφος, βέβαια, είναι τουλάχιστον στην τρέχουσα χρήση της γλώσσας μας πλέον βαρύνουσα έννοια από το σκοτάδι, έστω και του σκότους. Πρέπει πάντως να πω ότι η λέξη σκότος έδωσε στη νεοελληνική γλώσσα την τρομερή λέξη «σκοτώνω», «σκοτωμός», που σημαίνει βέβαια πως ρίχνω κάποιον, βυθίζω στο σκοτάδι ή αν θέλετε την πορεία από το φως στο σκοτάδι.
Οπως και να έχει το πράγμα «Η δύναμη του σκότους», «Το κράτος του ζόφου», είναι ένα έργο θεατρικό γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα από τον μεγάλο Τολστόι. Και πρέπει να πω ότι στην Ελλάδα παίχτηκε στα μέσα του 20ού και μάλιστα με τον Βεάκη και άλλους πρωταγωνιστές.
Στην Κεντρική Ευρώπη παίχτηκε ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα ως ένα δείγμα του ρωσικού νατουραλισμού από τον μεγάλο δάσκαλο και σκηνοθέτη, ιδρυτή του «Ελεύθερου θεάτρου» στο Παρίσι, Αντουάν. Και σ’ αυτή τη λογοτεχνική «μόδα» θέλω προς το παρόν να μείνω, τον θεατρικό νατουραλισμό.
Ως γνωστόν το μανιφέστο του λογοτεχνικού εν γένει νατουραλισμού (άρα και του θεατρικού) προσγράφεται στον Ζολά. Εκείνος πρώτος με μια σειρά μυθιστορημάτων (διασημότερο «Η Νανά») μετέφερε στον λόγο και στη σκηνή τα πορίσματα από τις κυριαρχούσες τότε και στις επιστήμες νέες προσεγγίσεις της ανθρώπινης φύσης και κατάστασης.
Χωρίς να επιμείνω σε λεπτομέρειες αναφέρω πως επιστημονικό υπόβαθρο στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής (δ’ τέταρτο του 19ου αιώνα) είναι οι νέες επιστήμες: κοινωνιολογία, ψυχολογία, ψυχιατρική, καταγωγή των ειδών, εγκληματολογία κ.τ.λ. Αφήνω επίσης ασχολίαστη την εμφάνιση της πολιτικής οικονομίας και την καταλυτική συμβολή του Μαρξ, των μη ευκλείδειων γεωμετριών, της ανατομίας, της φαρμακολογίας και της αστρονομίας.
Για να αντιληφθούμε το πεδίο πάνω στο οποίο είναι υποχρεωμένος π.χ. ο Ζολά να αναλύσει τα κίνητρα των ανθρωπίνων πράξεων θα καταφύγουμε στον «Εγκληματία άνθρωπο» του Λομπρόζο, ένα εγχειρίδιο που για πολλά χρόνια καθόρισε την κρίση για την ανθρώπινη φύση έτσι ώστε επηρέασε σε βάθος και σε πλάτος όλες τις επιστήμες του ανθρώπου αλλά και τη νομική και τις δικαστικές αποφάσεις. Ο Λομπρόζο δογμάτιζε πως ο εγκληματίας δεν γίνεται μέσα στις κοινωνικές συνθήκες, δεν είναι προϊόν των οικονομικών, κοινωνικών, ηθικών στρεβλώσεων (όπως π.χ. υποστήριζαν ο Μαρξ και άλλοι υλιστές) αλλά ο εγκληματίας γεννιέται! Εφτανε μάλιστα να συνοδεύει το βιβλίο του και φωτογραφική ανθολογία πορτρέτων με σωματότυπο που προοιωνίζεται εγκληματία! Η Νανά π.χ. του Ζολά είναι ένα πορνίδιο που εξελίσσεται σε κυρίαρχη κοινωνική φυσιογνωμία γιατί είναι η φύση της τέτοια.
Πάνω σε τέτοιες θεωρίες που παίρνουν συχνά επιστημονικά πορίσματα ως τεκμήρια της θεμελίωσης τους στο τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού αιώνα, εμφανίζεται, κυριαρχεί και επιβάλλεται μια λογοτεχνία (πεζογραφία, θέατρο) που ονομάζεται νατουραλισμός (φυσιοκρατία) και η οποία αναλύει, (ισχυριζόμενη επιστημονικά τεκμήρια) τις ανθρώπινες δράσεις (άρα και την Ιστορία) ως πεδίο όπου κυριαρχεί το Κακό. Αντίθετα με την πλατωνική παράδοση και τη σωκρατική διδασκαλία που δογμάτιζε πως ο άνθρωπος γεννιέται καλός και οι συνθήκες τον οδηγούν στις παρεκκλίσεις, στις εγκληματικές συμπεριφορές και στην αμαρτία, πράγμα που ενέταξε στη διδασκαλία του και ο Χριστιανισμός, ο Ζολαδισμός και οι οπαδοί του ανακαλύπτουν ξανά μεσαιωνικές θεωρίες (μάγισσες, αιρετικούς, Ιερά Εξέταση, διαβολική συνέργεια) και θεμελιώνουν την ισχύ, το κράτος, τη δύναμη του σκότους και του ζόφου ως κυρίαρχη θέσπιση της ανθρώπινης κοινωνίας.
Οταν στην ορθολογιστική Γαλλία φυτρώνουν τέτοιες σχεδόν μεταφυσικές απόψεις, τι περιμένει κανείς άλλο από τον ρωσικό μυστικισμό. Για αιώνες, παρά τις προσπάθειες εξορθολογισμού της Μεγάλης Αικατερίνης και του Μεγάλου Πέτρου, ο σκοταδιστικός μυστικισμός κυρίως της Εκκλησίας είχε δημιουργήσει έναν τυφλό όχλο έρμαιο των ενστίκτων και των ανεξέλεγκτων κινήτρων του υποσυνειδήτου. Εύστοχα ο Γκόρκι την ίδια εποχή με τον Τολστόι αναφέρεται και καταγράφει τις κινήσεις του «Βυθού».
Ο Τολστόι υπήρξε βέβαια ένας βαθιά σκεπτόμενος ορθόδοξος χριστιανός που αναβίβασε στα έργα του στο πρώτο αξιακό κομμάτι τη Μετάνοια.
Εκκινώντας από γεγονότα της ρωσικής επαρχίας που συγκλόνισαν την εποχή του (νόθα τέκνα βιασμένα και δολοφονημένα από τον πατέρα τους) γράφει ένα από τα πλέον σκοτεινά και δυσοίωνα έργα του θεάτρου. Σε μια επαρχιακή αγροτική κωμόπολη ένας φαλλοκράτης όμορφος αγρότης οδηγεί τη γυναίκα του στην παιδοκτονία και βιάζει τη θετή του θυγατέρα μέσα σε μια μικροκοινωνία όπου κυριαρχούν ως αντίπαλα στρατόπεδα δαιμόνιες γυναίκες και φαύλοι άντρες αλλά και απλοί αγαθοί και τίμιοι ξωμάχοι με ηθικές αρχές και σχεδόν αποστολικές αξίες.
Στον μικρόκοσμο αυτό, που φαίνεται στη συνείδηση του Τολστόι να αποτελεί μικρό μοντέλο της χώρας του, ο άνθρωπος κατευθύνεται από τις κατώτατες ορέξεις, ό,τι στην αριστοτελική φιλοσοφία περιέχεται στο τρίτο από τα τρία μέρη της ψυχής, το βουλητικόν (έξεις, ορέξεις, κτητικότητα, επιθυμίες κ.τ.λ.). Το συναισθηματικόν κινείται στις παρυφές των άκρων και το λογιστικόν έχει περιοριστεί στην επιμέτρηση του θετικού κέρδους, όχι μόνο του υλικού.
Ο Τολστόι σε μία πράγματι εξαίσια τοιχογραφία χαρακτήρων και τύπων δημιουργεί μια ανθρωπότητα αντιφατική, αλλοπρόσαλλη, απροσδιόριστη, ζωώδη, αγελαία αλλά συνάμα και παράλληλα πρωτόγονα αγνή, όπως το αρνίον της Γραφής και ο αμνός του Θεού.
Το θεατρικό σχήμα Νάμα με τη σημαντική του παράλληλη προϊστορία στο Θέατρο επί Κολωνώ με εμπνευστές τον εικαστικό Γιώργο Χατζηνικολάου και τη σπουδαία δασκάλα ηθοποιών Ελένη Σκότη είχε να λύσει τεράστια προβλήματα όσον αφορά το ύφος και το ήθος διδασκαλίας ενός έργου που η βασική του αισθητική θεωρία έχει εκ των πραγμάτων ξεπεραστεί. Ο νατουραλισμός, η ωμή αναπαράσταση μιας πραγματικότητας σε μια ορισμένη περίοδο της Ιστορίας, έδειξε μέσα σε 40 χρόνια τα αδιέξοδά της. Οταν ο Αντουάν ανέβασε το έργο στο Παρίσι το 1900, στην πράξη που η δράση γίνεται στο αχούρι της αγροικίας έβαλε επί σκηνής άλογα στο παρισινό θέατρο με τη βελούδινη αυλαία και τις παχιές μοκέτες στην πλατεία. Τα άλογα άρχισαν να κλωτσάνε, να ζεσταίνονται με τη θέρμανση του γκαζιού, να ουρούν και να αφοδεύουν με το υλικό της ενέργειάς τους να φτάνει στις πρώτες σειρές της πλατείας όπου κάθονταν με τα βραδινά φορέματα και τα σατέν γοβάκια τους οι αστές του Παρισιού!..
Ετσι, μ’ αυτήν την παράδοση φορτωμένο, το έργο ερέθισε τη φαντασία των δύο ελλήνων δημιουργών και αποφάσισαν σκηνικά, ως όψη και ύφος, να το αποδομήσουν αλλά να μην το γελοιοποιήσουν. Ο σκηνικός χώρος που οργάνωσε ο Χατζηνικολάου πήρε χαρακτήρα δομικό, χωρίς καμία αναφορά σε γραφικούς χώρους, σε ιθαγένεια και λαϊκό γούστο έστω ρωσικό. Τελάρα που μετασχηματίζονταν συνεχώς από τους ίδιους τους ηθοποιούς σε σκηνικούς χώρους ανοιχτούς ή κλειστούς. Ενα παιδικής αφέλειας πολυδύναμο παζλ. Τα κοστούμια του ίδιου καλλιτέχνη ουδέτερα αλλά με λαϊκή και φτηνή χροιά και χρεία.
Η μουσική, πρωτότυπη, που υπογράφουν η Βαλέρια Δημητριάδου και ο Γιώργος Παπαγεωργίου είχε εξαίσια μελωδική γραμμή που σε παρέπεμπε στον σύγχρονο με το έργο βερισμό της ιταλικής όπερας (π.χ. Καβαλερία Ρουστικάνα).
Οι φωτισμοί είχαν την ανάλογη καταγωγή και την ευαισθησία του Αντώνη Παναγιωτόπουλου. Η Σκότη δίδαξε όχι νατουραλιστική υποκριτική αλλά ρεαλιστική με μερικές νύξεις συμβολισμού και κριτικού ρεαλισμού. Σπάνια κατέφευγε και σε μια χιουμοριστική καρικατούρα, σαν τα παιδιά που οργανώνοντας ένα παζλ ξαφνικά ανακατεύουν τα πούλια.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου (Νικήτας) έξοχος. Νέτα σκέτα Ηθοποιός με τσαγανό.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη έφτασε με μέτρο συχνά σε ακραίες σχηματοποιήσεις για να μην πέσει στην παγίδα του μελό.
Η Αγορίτσα Οικονόμου, η καρατερίστα που χρόνια περίμενε η ελληνική σκηνή και ήρθε!
Ο Χρήστος Σαπουντζής ειδικά στον μονόλογό του υπόδειγμα ρεαλιστικής υποκριτικής. Μουσική έκφραση των συναισθημάτων. Ο Θ. Χαλκιάς και η Αθηνά Αλεξοπούλου έξοχο ντουέτο χωρικών, ο Γιαννικάκης καίριος. Δεν θα ξεχωρίσω τις θαυμάσιες Κουρκάκη, Προϊστάκη, Δημητριάδη. Χάρμα.