Η κινηματογραφοφιλία είναι παράξενη υπόθεση και κάθε καλοκαίρι προσπαθούμε να εντοπίσουμε έναν ικανοποιητικό ορισμό, έναν που να μας κάνει. Τι σημαίνει άλλωστε να είσαι κινηματογραφόφιλος; Μήπως να παρακολουθείς ξανά και ξανά ταινίες που έμειναν στην ιστορία ως «μεγάλα αριστουργήματα»; Μήπως να επιβεβαιώνεις με τη δική σου κρίση όλα εκείνα τα κείμενα-ποταμούς που γράφτηκαν για τίτλους που είναι στο στόμα κάθε σπουδαστή κινηματογραφικής σχολής; Ή μήπως, τελικά, κινηματογραφόφιλος είναι απλά αυτός που παρακολουθεί αδιάκοπα κινηματογράφο;
Προσωπικά θεωρώ πως το ελληνικό κοινό υπήρξε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αθεράπευτα σινεφιλικό. Μια ματιά στα εισιτήρια ταινιών της εποχής μπορεί και να σας πείσει: Σκεφτείτε πως το «Δαμάζοντας τα κύματα» του Λαρς φον Τρίερ άγγιξε τα 200.000 εισιτήρια στην εποχή του. Θα μπορούσε σήμερα μια τέτοια ταινία να αγγίξει τέτοια νούμερα; Δυστυχώς, όχι. Γιατί θα έπρεπε να «εκπαιδευτεί» ξανά από την αρχή. Και πώς εκπαιδεύεις κινηματογραφικά ένα κοινό; Ισως εντύπως, ίσως με ειδικές –μεταμεσονύχτιες –προβολές, ίσως φέρνοντας τις «σωστές» ταινίες. Πίσω από τον εκδοτικό οίκο Biblioteque βρίσκεται ο Βάσος Γεώργας, που έχει υπάρχει μπροστάρης και στα τρία: πρώτα με το απολύτως θρυλικό περιοδικό «Cine 7» (που ουσιαστικά έφτιαξε μια μαγιά επί της οποίας μπόρεσε να στεριώσει μετέπειτα το περιοδικό «Σινεμά»), στη συνέχεια με μεταμεσονύχτιες προβολές που άφησαν εποχή και αργότερα με την εξίσου θρυλική εταιρεία διανομής OVO που έφερε στην Ελλάδα και το «Δαμάζοντας τα κύματα» αλλά και το «Happiness» του Τοντ Σόλονζ, και το «Κόντρα ξύρισμα» του Λοτζ Κέριγκαν –ταινίες δηλαδή εξαιρετικά σημαντικές και με ιδιαίτερο ποιοτικό στίγμα.
Σήμερα η Bibliotheque μάς παρουσιάζεται και ως εταιρεία διανομής (προηγήθηκε ένα πετυχημένο πείραμα την προηγούμενη χρονιά με την κυκλοφορία τριών ταινιών –ανάμεσά τους το «Κάτω απ’ το ηφαίστειο» και η «Γιορτή της Μπαμπέτ»), με εννέα τίτλους παλαιοτέρων ταινιών που επανεκδίδονται στις αίθουσες. Και πρόκειται για επιλογές για αληθινούς κινηματογραφόφιλους. Γιατί ποιους σταρ τιμούσε ο αμετανόητος έλληνας σινεφίλ πριν κάποιες δεκαετίες; Τον Ζαν Πολ Μπελμοντό. Τον Λουί Ντε Φινές. Τη Ρόμι Σνάιντερ. Τον Βιτόριο Γκάσμαν. Μιλάμε δηλαδή για ένα σινεμά δίχως την «ακαδημαϊκή» στάμπα (την οποία μονίμως αναζητούν εκείνοι που δεν διαθέτουν από μόνοι τους ένα κινηματογραφικό αισθητήριο), ένα σινεμά που αγαπήθηκε πραγματικά από το κοινό αυτής της χώρας. Πάρτε για παράδειγμα τον «Δαιμονισμένο άγγελο» (1986) του Αλαν Πάρκερ (σκηνοθέτη του «Εξπρές του μεσονυκτίου»), με τον Μίκι Ρουρκ και τον λατρευτικά μεφιστοφελικό Ρόμπερτ ντε Νίρο. Ολη η Ελλάδα μιλούσε τότε γι’ αυτό το παράδοξο μεταφυσικών τόνων φιλμ νουάρ που θέρισε στα ταμεία και «ανατίναζε» το κοινό του με αυτό το αδιανόητο φινάλε.
Ή το «Σημασία έχει να αγαπάς» (1974) του Αντρέι Ζουλάφσκι, με την αξέχαστη Ρόμι Σνάιντερ και τους Φάμπιο Τέστι και Κλάους Κίνσκι. Εγραφε τότε ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «Τα πάντα σ’ αυτό το εκπληκτικό φιλμ κινούνται σ’ ένα διπλό επίπεδο: Πρόκειται για μια εκκωφαντική φανταχτερή “φιλμόπετρα” και ταυτόχρονα για ένα χρονικό της απλής, καθημερινής ζωής, για μια ευτελή ιστορία έρωτα και πάθους παρμένη απ’ το μπεστ σέλερ του Κρίστοφερ Φρανκ “Αμερικάνικη νύχτα” και ταυτόχρονα για μια μοντέρνα τραγωδία σαιξπηρικού ύφους, για ένα φιλμ σαδιστικά σκληρό και ταυτόχρονα βαθύτατα τρυφερό κι ανθρώπινο, για ένα ρεπορτάζ πάνω στο θέμα “αποτυχία” και ταυτόχρονα για μια σοφή ψυχολογική έρευνα πάνω στην υστερία». Η Ρόμι Σνάιντερ και ο Φάμπιο Τέστι που πρωταγωνιστούν δεν υπήρξαν ποτέ καλύτεροι. Αυτό που όμως πρέπει να τονίσουμε είναι η τεράστια εμπορική απήχηση του φιλμ. Και όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σε όλο τον κόσμο –ακόμα και στην Ελλάδα, τα χρόνια που, όπως είπαμε, το κινηματογραφόφιλο κοινό ήταν πολυπληθές, διαρκώς ενημερωμένο και ολοκληρωτικά αφοσιωμένο.
Ντέιβιντ Μπάουι, Σιντ Βίσιους
Δυο αριστουργήματα από τη Βρετανία κάνουν την εμφάνισή τους: «Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη» (1976) του Νίκολας Ρεγκ παραμένει η σημαντικότερη κινηματογραφική εμφάνιση του Ντέιβιντ Μπάουι σε έναν ρόλο που μοιάζει να γεννήθηκε για να τον ενσαρκώσει: τον ρόλο εξωγήινου που «πέφτει» στη Γη και προσπαθεί να ενσωματωθεί στο περιβάλλον της. Μυστηριώδες, εικονοκλαστικό, γεμάτο εμβληματικές σεκάνς και ένα σπαρακτικό φινάλε, προβάλλεται στην προσφάτως ανανεωμένη έκδοση. Αυθεντικό φιλμικό γεγονός πρέπει να αποτελεί επίσης η επανέκδοση του «Σιντ και Νάνσι» (1986) του Αλεξ Κοξ, με έναν πέρα από κάθε κριτική Γκάρι Ολντμαν να αλωνίζει ως Σιντ Βίσιους (των Sex Pistols ντε!) σε άλλη μια ταινία που χάραξε το ελληνικό (και διεθνές) σινεφίλ κοινό.
Το λαϊκό σινεμά των παλαιότερων δεκαετιών υπηρετήθηκε σθεναρά από ηθοποιούς όπως ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο Πίτερ Σέλερς, ο Λουί Ντε Φινές, η Σίρλεϊ ΜακΛέιν και ο Βιτόριο Γκάσμαν –οι ταινίες τους όμως χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Γιατί; Μα ο Ντε Φινές «δεν γύρισε ποτέ ένα αριστούργημα» θα σας πει κάποιος με περιφρόνηση. Προσθέστε επίσης το γεγονός πως τα ιδιωτικά κανάλια αγοράζουν κυρίως πακέτα από αμερικανικές πολυεθνικές και θα καταλάβετε γιατί αυτά τα φιλμ που ανέθρεψαν γενεές επί γενεών δείχνουν να χάνονται στη φιλμική λήθη, παρά την ολοένα και αυξανόμενη ζήτησή τους από τους εκείνους κινηματογραφόφιλους που μετά μανίας ζητούν την αναβίωση αυτής της εμπειρίας. Οι προβολές του «Περιθωριακού» (1983) με τον Μπελμοντό σε σκηνοθεσία Ζακ Ντερέ, του «Les Grandes Vacances» (1966) του Ζαν Ζιρό (που βγαίνει με τον αυθεντικό του ελληνικό τίτλο «Οι ασύλληπτες διακοπές του Λουί Ντε Φινές») αλλά και του «Επτά φορές γυναίκα» (1967) του Βιτόριο Ντε Σίκα με Σίρλεϊ Μακ Λέιν, Πίτερ Σέλερς, Ροζάνο Μπράτσι, Ελσα Μαρινέλι και Βιτόριο Γκάσμαν ενδέχεται να καλύψουν –επιτέλους –αυτό το μεγάλο κενό.
Προσθέστε στη λίστα τον «Υπηρέτη» του Τζόζεφ Λόουζι με έναν σπουδαίο Ντερκ Μπόγκαρτ αλλά και την επανέκδοση της υπέροχης ταινίας του Δήμου Αβδελιώδη «Το δέντρο που πληγώναμε» (1987) όπου στη Χίο του 1960 η φιλία δύο αγοριών χαλάει χωρίς να το θέλουν εξαιτίας ενός άτυχου περιστατικού. Δέντρα που πληγώναμε, τα μαστιχόδεντρα. Με τον Αβδελιώδη να φιλμάρει ένα συγκλονιστικό ντεμπούτο πατώντας στις δικές του παιδικές μνήμες. Ταινία κομμένη από την κριτική επιτροπή του τότε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σήμερα κλασική και απολύτως αγαπημένη.