Ο Δημήτρης Ντάσιος πρόσφατα προσκάλεσε στην γκαλερί Ευριπίδης στο Κολωνάκι οικείους του και φίλους της μόδας για να τους υπενθυμίσει ότι συνεχίζει να ασχολείται με ό,τι αγαπά. Την υλικότητα των υφασμάτων, τη δημιουργικότητα από παλιές τεχνικές κεντήματος και ίχνη μνήμης από ταξίδια, το δέρμα και το ντένιμ, τα χρώματα και την έθνικ παράδοση.
«Με κάποιον τρόπο ήθελα να επιστρέψω και να βγω μπροστά. Είχα κάνει το 2013 στη Λυρική Σκηνή μια παρουσίαση βασισμένη σε μια θεματική με διαφορετικά αποσπάσματα όπερας. Δεν ήθελα να το επαναλάβω, καθώς συνεχώς περνάνε από το μυαλό μου ιδέες και εικόνες. Ούτε σκέφτηκα βέβαια ένα σόου σε πασαρέλα, αφού δεν μου ταιριάζει το ύφος της διοργάνωσης της ελληνικής εβδομάδας μόδας που έχει καθιερωθεί. Είμαι πιο καλλιτεχνικός στην παρουσίαση της δουλειάς μου».
Και ανεξάρτητος, αλλά και παρορμητικός δημιουργός, θα προσθέσουμε για τον Δημήτρη Ντάσιο. Γι’ αυτό και δεν βλέπει τα ρούχα ως εμπόρευμα, αλλά ως αναλυτική διαδικασία αυτογνωσίας. Ως μέθοδο απαλλαγής από πιέσεις χρόνων, τις συμβατικές σπουδές Πολιτικών Επιστημών, τη θητεία του στο λυρικό θέατρο, την ενασχόλησή του με τον σχεδιασμό κοσμημάτων, συνεχίζοντας με τη δημιουργία φορέσιμων αξεσουάρ.
Ηταν Μάρτιος του 2005 όταν στην Αίγλη του Ζαππείου η συλλογή του «Η Αρτα και τα Γιάννενα» έδειχνε το χάρισμά του να κάνει χιούμορ με τη μόδα, με τα χρώματα και την παράδοση. Στοιχεία φολκλόρ, αναφορές στην αρχαιότητα, εμπνεύσεις από τη βυζαντινή τέχνη αποκτούσαν μέσα από την επιλογή της μουσικής σύνδεση με ένα κοντινό παρελθόν και το άμεσο τώρα.
Από αυτό το ξεκίνημα των αξεσουάρ που μετασχηματίστηκαν σε γιλέκα από ντένιμ, στολισμένα με δερμάτινες λεπτομέρειες, τρέσες και πλισέ γιακάδες, οι συλλογές του απέκτησαν προσθήκες από κομμάτια με γούνες οικολογικές, τσάντες με διακοσμητικά στοιχεία από αγορές της Κωνσταντινούπολης, της Ινδίας, των χωρών της Βόρειας Αφρικής και της μακρινής Ανατολής. Σήμερα η διαδρομή του ενστίκτου τον έφερε σε μια συνάντηση με τα σόου ρουμ των δυτικών μητροπόλεων, την ανάπτυξη μιας πελατείας που εκτιμά τον θεατρικό χαρακτήρα των κομματιών του. Αυτή η επεξεργασία ρόλων μέσα από την κατασκευή ενός ρούχου πάνω στην κούκλα ραπτικής εξελίχτηκε. Πάνω στην κούκλα ραπτικής κάνει το δικό του μουλάζ, ψαλιδίζοντας το ύφασμα από λινομέταξη γάζα ή βαμβάκι. Το συμπληρώνει με διακοσμητικά στοιχεία που του προμηθεύουν έμποροι από την Ινδία ή την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα ήρθε και η επιθυμία μιας καλλιτεχνικής ανάμειξης. «Είδα μια φωτογραφία του Βαγγέλη Κύρη, ένα ζωγραφισμένο φωτογραφικό πορτρέτο του μοντέλου Εστερ Μαστρογιάννη με ένα από τα ρούχα μου και σκέφτηκα ότι η εικόνα έβγαζε ένα πλάσμα σαν τον Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ. Συνδυάσαμε λοιπόν τις επιθυμίες μας και δείξαμε αυτήν την υποκειμενική πραγματικότητα. Για μένα προκύπτει απ’ ό,τι εμπνέει την αφή μου και τα μάτια μου» λέει ο ίδιος περιγράφοντας τον εαυτό του μέσα από τα ρούχα του. Αυτά τα «αχρονικά», χωρίς δυτικότροπους κανόνες ραπτικής ρούχα. Τα απελευθερωμένα από γραμμικές ερμηνείες του σώματος, ιδανικά για τους σύγχρονους νομάδες των πόλεων και τους ονειροπόλους εκκεντρικούς εικονολάτρες.