Για τους ψαγμένους κινηματογραφόφιλους το όνομά του είναι συνυφασμένο με ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές του νέου ελληνικού κινηματογράφου αλλά και με το «καλτ που τραγουδάει ακόμα». Ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ποιητής και τραγουδοποιός ο πολυπράγμων Νίκος Καλογερόπουλος μετράει πάνω από σαράντα χρόνια καριέρας έχοντας αποσπάσει τέσσερα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: δύο πρώτου ανδρικού για το «Λούφα και παραλλαγή» (1984, ως φαντάρος Γιάννης Παπαδόπουλος) και το «Ενας και ένας» (2000) και ένα δεύτερου ρόλου για το «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981). To 1983, ακολούθησε η επιτυχημένη ερμηνεία του στην ταινία «Ρεμπέτικο», για την οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το Βραβείο της Εξαιρετικής Ερμηνείας.
Με την ίδια άνεση μπορεί να μηδενίζει το κοντέρ για να «επανεφεύρει» τον εαυτό του ως περφόρμερ. Αυτή την περίοδο, για παράδειγμα, παρουσιάζει τη μουσική παράσταση «Αλογόμυγες» στο Γυάλινο – Up Stage, η οποία στη συνέχεια θα περιοδεύσει στην Αττική και σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. «Αυτό που κάνω» λέει στα «ΝΕΑ», «είναι το ανθολόγιο 45 χρόνων. Στη συγκεκριμένη παράσταση έχω τέσσερα δικά μου τραγούδια, όπως “Μια αλογόμυγα με έβαλε στο μάτι, μια αλογόμυγα μοβόρα και βαρβάτη, μέχρι στον ύπνο μου τη βλέπω πάλι να τη, μου έχει ανέβει η π…να στο κρεβάτι”». Για τους πιο παρατηρητικούς η αναφορά στην αλογόμυγα (στον οίστρο των αρχαίων) παραπέμπει ευθέως στον Σωκράτη, που παρομοίαζε τον εαυτό του ακριβώς με αυτό το έντομο, την ώρα που «ξυπνάει» τους αθηναίους από τον λήθαργό τους. Δείχνει, επίσης, και μια άλλη πλευρά του Νίκου Καλογερόπουλου, όχι από τις πλέον γνωστές. «Ναι είναι η αλογόμυγα σαν αυτή που περιγράφει ο Σωκράτης κατά τη διάρκεια της δίκης του. Και εκεί λέει “άλλον σαν κι εμένα δεν θα βρείτε που να τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη, η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει νωθρό άλογο ράτσας και χρειάζεται αλογόμυγα να την ξυπνάει”. Και μια τέτοια μύγα με τσίμπησε κι εμένα και από τότε έχασα τον ύπνο μου. Δεν γράφω και δεν παίζω για να μου βαρέσουν παλαμάκια, κάνω τις επιλογές μου εδώ και 45 χρόνια. Και αν δεν έχω κάτι ουσιαστικό να πω, κάθομαι στα αβγά μου. Οταν έχω, τα ρίχνω».
Ο Νίκος Καλογερόπουλος σπούδασε στην Αθήνα, στη σχολή θεάτρου του Κωστή Μιχαηλίδη. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν «Ο μπαμπούλας» και παίχτηκε το 1976 στο Θέατρο Κάβα. Στην τηλεόραση έκανε το ντεμπούτο του στη μεταφορά του έργου του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» το 1975. Ακολούθησαν κι άλλες τηλεοπτικές σειρές όπως «Ο φωτογράφος του χωριού» (1977), «Οι παραστρατημένοι» και «Μεθυσμένη πολιτεία» (1980), «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Ερασιτέχνης άνθρωπος» κ.ά. Το 1980, συμμετείχε με έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι», ενώ έχει λάβει μέρος και σε τηλεοπτικές σειρές.
Ο κινηματογράφος είναι προφανώς ένας κόσμος χωριστά. Από το 1980, όταν άρχισε την κινηματογραφική του καριέρα, έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σύγχρονους σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Περάκης, ο Θόδωρος Μαραγκός, ο Κώστας Φέρρης, ο Νίκος Ζαπατίνας. Ως σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον Γιώργο Κιμούλη, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Αντώνη Καφετζόπουλο κ.ά.
Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 κάνει μικρή παύση από την υποκριτική και το διάστημα αυτό ασχολήθηκε με άλλα καλλιτεχνικά είδη όπως η ποίηση και το τραγούδι. Παράλληλα, έγραψε και κάποια θεατρικά όπως το «Σατιρικό των Ελλήνων» και το «Οι κυνικοί ξανάρχονται». Το 1991, κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Επιστρόφια». Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Θετή ταυτότης» είχε κυκλοφορήσει 10 χρόνια πριν. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 κυκλοφόρησε και τον πρώτο του μουσικό δίσκο, «Τα δέοντα», το 1994. Ολα τα κομμάτια του δίσκου είναι σε μουσική και στίχους δικούς του.
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο έγινε με τις ταινίες «Θηλυκή εταιρεία» το 1999 και «Ενας κι ένας» το 2000. Ακολούθησαν κι άλλες ταινίες μέχρι το 2011, οπότε υπέγραψε τη σκηνοθεσία στο φιλμ «Οι ιππείς της Πύλου», στην οποία έγραψε το σενάριο και τη μουσική, ενώ συμμετείχε και ως ηθοποιός. Την αμέσως επόμενη χρονιά συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ για την Κατερίνα Γώγου, με τον τίτλο «Κατερίνα Γώγου: για την αποκατάσταση του μαύρου».
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται συχνά σε μουσικές παραστάσεις, τις οποίες επιμελείται ο ίδιος. Μάλιστα στην Κυπαρισσία, τον τόπο καταγωγής του, δημιούργησε τον πολυχώρο Τρενοτεχνείο, όπου έχουν εμφανιστεί πολλοί καλλιτέχνες, από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα που έκανε πέρυσι την τελευταία συναυλία και είχε 3.000 κόσμο, μέχρι τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη Νατάσα Μποφίλιου. «Εγινα χωρίς να το πάρω χαμπάρι επιχειρηματίας και διοργανωτής. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου ούτε αυτό που γουστάρω να κάνω. Αφησα τα δικά μου πράγματα σε τρίτη μοίρα, το καλλιτεχνικό κομμάτι δηλαδή, και ασχολήθηκα με το πρακτικό. Εχω γεμίσει με συγχαρητήρια, μπράβο και εύγε, οικονομικά όμως με έβαλε μέσα. Σε αυτή την παράσταση τα λέω όλα, έχω θέατρο, κινηματογράφο και τα τραγούδια μου όπως το “Καραϊσκάκης” που τα λέει όλα και έχει απαγορευτεί από το ΕΣΡ. Ετοιμάζω τον “Νικηταρά”, αυτόν θέλω να κάνω τραγούδι, αλλά με παιδεύει. Αυτός ήταν μεγάλη μούρη, το έπαθλό του με όλη την προσφορά που έκανε στην πατρίδα ήταν ότι του έδωσαν άδεια με βούλα για να ζητιανεύει».