Μια φωτογραφία, λένε οι Κινέζοι, είναι χίλιες λέξεις, αλλά και μια λέξη, θα μπορούσες να πεις, κι αν είναι γραμμένη ή ειπωμένη από τον Σκαρίμπα, είναι χίλιες φωτογραφίες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο σπίτι του Γιάννη Σκαρίμπα, το 1969, απαθανατισμένοι σε μια φωτογραφία από τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, σημαντικότατο διηγηματογράφο και φίλο του Σκαρίμπα, είναι η παραδοξολογία της εικόνας στη σκιά του λόγου. Εσμιξαν, πώς λέμε βρήκε ο τέντζερης το καπάκι, η παραδοξολογία, ο ανορθόδοξος λόγος, η υπέρβαση των ορίων, χωρίς την παραβίασή τους πέρα από την ηθογραφία, τη στράτευση μέσα σε έναν σκαριμπικό σουρεαλισμό, ο Ηλίας Πετρόπουλος με τα καλιαρντά του και τις έρευνές του για ό,τι τον ερέθιζε να μιλήσει ή να γράψει και με την παραγγελία του «τη στάχτη μου να τη ρίξετε στον υπόνομο του Παρισιού», καθότι αυτοεξόριστος, πράγμα που έγινε, είναι ένα κομμάτι της μυθιστορίας.
Ο Σκαρίμπας έπαιζε με τους παρατονισμούς, με τις μετοχές και η ποίησή του έβρισκε τον ρυθμό της και τη μουσικότητά της. Χρησιμοποίησε ως εργαλείο όλα τα είδη του λόγου και ήταν γνώστης βαθύς της ουσίας της ζωής, που τη ζούσε σε μια πραγματικότητα της επαρχίας, γι’ αυτό και την περιέγραψε με κάθε τρόπο, μην αφήνοντας τίποτα όρθιο με τα σκανδαλίσματα της γλώσσας του και με τα σατανικά καμώματά του, δηλαδή τα «καραγκιοζιλίκια» του, προκάροντας τη σεμνοτυφία, τον καθωσπρεπισμό και την καθεστηκυία τάξη του λόγου και της κοινωνίας.
Ο ξενομερίτης της Χαλκίδας έκανε τη Χαλκίδα δικιά του και στο έργο του και στη ζωή του, με το ανυπότακτο πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του, που ήξερε από πού εκπορεύονταν. Οταν είδα και άκουσα τον «Ηχο του κώδωνος» στο Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη, ένιωσα τις παρακρούσεις και αισθάνθηκα την παρόρμηση να πάω στη Χαλκίδα, στον Καράμπαμπα, να τον συναντήσω, αν και δεν ήμουν ακόμα είκοσι χρόνων και δεν ήξερα ότι ο Μάνος Κατράκης είχε παίξει στη Χαλκίδα το 1942. Περήφανος και ξαφνιασμένος, γιατί δεν ήξερα την ύπαρξή του. Δεν με εντυπωσίασε τόσο το παρουσιαστικό του, αλλά με κέρδισε εκείνο το διαβολικό χαμόγελό του, με όλες τις σημασίες που μπορεί να προσδώσει κανείς.
«Βγαίνω από τα τρελά νερά του Ευρίπου», του είπα, «από τα μουρλά», με διόρθωσε. Και ήρθα για πρώτη φορά το 1958 στη Χαλκίδα με τον «Κύκνο» τον λευκό, τον ολόλευκο, με σπασμένο χέρι από τους Ωρεούς. Το πουλί το πλεούμενο των θαλασσών και αργότερα των ουρανών και τώρα έγινε καζίνο έξω από τη Βηρυτό. Είχα διαβάσει το «Ουλαλούμ», το «Θείο τραγί» και τον «Μαριάμπα» του.
Και είχα γράψει το όνειρό μου με θαλασσιά γράμματα για τον «κύκνο» που τον έβλεπα να περνάει τον ερωτικό δίαυλο, βγαίνοντας από τον Παγασητικό για τις Σποράδες.
Νιώθω σιγά σιγά ν’ αποδεσμεύεται
ο φόβος απ’ το κορμί μου.
Να βουλιάζω στην ερημιά
μιας θάλασσας ακύμαντης
κι ο λευκός κύκνος να μη φαίνεται από πουθενά.
Ο Σκαρίμπας γελάει ακόμα και σκαρφίζεται στίχους και ποιήματα. Είναι ο τρελός του χωριού, δηλαδή της Χαλκίδας, και ξεφωνίζει πρώτα κι ύστερα πέφτει σε πλήρη σιωπή, με σοφία και γνώση. Κι έρχεται η ψυχή του ορμώμενη από την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος και από τους τόπους των αναγκαστικών της ζωής περιπλανήσεων. Μικρό παιδί στην Ιτέα Σαλώνων, σχολαρχείο στο Αίγιο, γυμνάσιο στην Πάτρα και από το μακεδονικό μέτωπο, έρχεται.
Ηθελε να γίνει φαροφύλακας και κατέληξε τελωνοφύλακας στο τελωνείο Χαλκίδας και κολυμβητής της νύχτας που κάποιες φορές του έπαιρναν τα ρούχα οι συνάδελφοί του που τα άφηνε απέξω για να τον ακούσουν να τους βλαστημάει. Ο Σκαρίμπας δεν σκάμπαζε από καθωσπρεπισμούς, ήταν ο δαίμων της Χαλκίδας και της ζωής. Οσο ζούσε, οι συντοπίτες του δεν τον καταλάβαιναν, ήταν παράξενος άνθρωπος, γι’ αυτό και τους έκανε μηνύσεις… Μα πάντα έστεκε και στέκει πάνω στη γέφυρα δείχνοντας με τα χέρια του και τα ποιήματά του τον Νότο.
Τώρα στέκεται μαρμάρινος μπροστά από το ξενοδοχείο Παλίρροια, με σπασμένο κατάρτι. Το σπασμένο καράβι τραγουδάει πέρα βαθιά με δίχως πανιά έτσι να ‘μαι, και είναι να πονάει και να λυπάται ο κάθε Χαλκιδαίος που είδε να γκρεμίζεται το Παλίρροια, το κόσμημα της Χαλκίδας για ένα ανασήκωμα παραπάνω.
Και είναι ακόμα μεγαλύτερος ο πόνος στο έμπα του όποιου ενοίκου να θαυμάζει τοιχοκολλημένη την ομορφιά του. Κι είχα μαθητής προλάβει να κοιμηθώ στην αγκαλιά του. Πολλές οι μεταλλάξεις και πολλά τα μεταλλαγμένα προϊόντα, που θα έλεγε κι ο Σκαρίμπας.
Ο Δημήτρης Αρβανίτης, βέρος Χαλκιδαίος, βίωσε τις εικόνες πηγαίνοντας στον πατέρα του το μεσημεριανό, τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Καραβοποιός, στο δικό του καρνάγιο, δίπλα στη γέφυρα, κοντά στη Σχολή Πεζικού, κάτω από την εβραϊκή συνοικία, και ο Σκαρίμπας περνούσε απέξω κι έριχνε τα μάτια του στον τεχνίτη καλλιτέχνη. Εγραψε έξι διηγήματα, όσες και οι ώρες που πάνε κάτω τα νερά, και με παρακίνησε να γράψω και εγώ ακόμα έξι, όσες οι ώρες που πάνε πάνω. Και η γέφυρα στη μέση στολίδι αληθινό. Και ψηλά να στέκει το κάστρο και όλα να κολυμπάνε «στη ροή των νερών και των καιρών», αυτό τον τίτλο έδωσε στο βιβλίο, και ως να είναι φυσιολογικότατον ο Σκαρίμπας να μας παρακολουθεί από την προκυμαία και να είναι καρφωμένο το μάτι του στη στιγμή που αλλάζουν τα νερά.
Γκρεμίστηκε το σπίτι του κι αυτό δεν τιμά τον Δήμο Χαλκίδας κι ας τον τίμησε με τον χρυσό σταυρό της πόλης. Και όταν συνέβη αυτό στο ξενοδοχείο Λούσι έφυγε να πάει προς νερού του. Μια μέρα με τον Σκαρίμπα θα μπορούσε να είναι μια ζωή και ένα ολόκληρο βιβλίο, πράγμα που το διέπραξε ο Τόλης Καζαντζής από τη Θεσσαλονίκη που τον επισκέφθηκε μια μέρα. Είναι και τα παιδιά από τη Χαλκίδα, οι φίλοι του Γιάννη Σκαρίμπα, που τον τιμάνε προβάλλοντας το έργο του.
Αθυρόστομος αλλά όχι βλάσφημος, καραγκιοζοπαίχτης και θεομπαίχτης. Ο Σκαρίμπας δείχνει με το δάχτυλό του τη θεότητα του Σύμπαντος και το κάτι εκείνο που μπορεί να βάλει φωτιά στο τίποτα και να το δημιουργήσει από την αρχή με τον λόγο του. Γιόρταζε την Ανάσταση τη Μεγάλη Παρασκευή για να προκαλέσει και έπαιζε τον Καραγκιόζη του με τις φιγούρες που έφτιαχνε ο ίδιος. Ακούστηκε πως μια γκαστρωμένη γυναίκα απόρριξε από ξεκάρδισμα, κυκλοφόρησε σαν γεγονός στην πόλη και δεν γινόταν να μη γίνει πιστευτό.
Ο Σκαρίμπας «έπαιξε» με όλα τα είδη της τέχνης και με την αλήθεια και το Εικοσιένα του, έβγαλε γλώσσα και στους ιστορικούς γιατί ήταν απόγονος του Σουλιώτη Δήμου Μαζγάκη που υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά, δίνοντας την προσωπική του ιστορική διάσταση. Ανυπότακτος και ανοικονόμητος, δεν χωρούσε πουθενά. Επαρχιώτης με περηφάνια που ήθελε να αλώσει με τη βοήθεια του περιθωρίου το κέντρο των Αθηνών και την εξουσία με δούρειο ίππο την τέχνη του και με πολιορκητικό κριό την πανουργία του.
Στην εφημερίδα που έβγαζε, τα «Νεοελληνικά Σημειώματα», αρθρογραφούσε εναντίον του κατεστημένου των λογοτεχνών. Τα έβαζε με το σινάφι του, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Πέτρο Χάρη, τον Καραγάτση και άλλους, με βοηθό τον Νίκο Παππά από τα Τρίκαλα. Χαλκιδαίος έτσι πολιτογραφήθηκε, σαν τον Καβάφη της Αλεξάνδρειας, σαν τον Καρυωτάκη της Πρέβεζας και σαν τον Παπαδιαμάντη της Σκιάθου που είχε περάσει ως μαθητής από τη Χαλκίδα.
Ο Σκαρίμπας επιδίωξε να γίνει η Χαλκίδα λογοτεχνικό κέντρο, αρθρογραφούσε σε πολλά έντυπα, γινόταν το επίκεντρο σε «εχθρούς» και φίλους. Πολλοί πέρασαν από τη Χαλκίδα, και η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Αγγελος Σικελιανός, κι ήταν ο Σκαρίμπας που το ευχαριστιότανε.