την ευλογία του νέου προέδρου για τη δική της εξόρμηση προς το Ελιζέ.
Και δεν ήταν μόνον η Γαλλία. Τον περασμένο Ιανουάριο, στο Κόμπλεντζ της Γερμανίας, δίπλα στη Λεπέν, ο Βίλντερς, η Πέτρι της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και ο Σαλβίνι της ιταλικής Λέγκα Νορντ γιόρταζαν προκαταβολικά, με σαμπάνια, τους εκλογικούς θριάμβους της αντισυστημικής «μαύρης διεθνούς», που θα έρχονταν μέσα στο κρίσιμο 2017. «Το 2016 ο αγγλοσαξονικός κόσμος εξεγέρθηκε» έλεγε η Λεπέν. «Το 2017 θα φέρουμε την εξέγερση στην καρδιά της ηπειρωτικής Ευρώπης». Και οι δημοσκοπήσεις τής έδιναν λόγους να πανηγυρίζει.
Το πρώτο τεστ ήταν η Αυστρία. Στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση της εποχής Τραμπ επί ευρωπαϊκού εδάφους, τον περασμένο Δεκέμβριο, ο ακροδεξιός Χόφερ έχασε στις επαναληπτικές προεδρικές εκλογές απέναντι στον υποψήφιο του δημοκρατικού μπλοκ, με ποσοστό 46% –ελαφρώς μικρότερο από αυτό που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Ηταν ένα πρώτο σημάδι ενός Trump effect από την ανάποδη; Το σοκ των αμερικανικών εκλογών θα έκανε τους ευρωπαίους ψηφοφόρους να πάρουν την αντίθετη διαδρομή;
Δεύτερο τεστ, οι ολλανδικές εκλογές. Επί έναν χρόνο, οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν ένα ρεύμα υπέρ του αντιισλαμικού, ξενοφοβικού και ευρωσκεπτικιστικού Κόμματος για την Ελευθερία του Χερτ Βίλντερς. Θα ερχόταν πρώτο, με πάνω από 30 έδρες στη νέα Βουλή. Αλλά οι κάλπες της 15ης Μαρτίου το έφεραν δεύτερο με 13% και μόλις 20 έδρες.
Τα δύο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού μπορεί να έχασαν κοντά έναν στους δύο ψηφοφόρους τους, αλλά το συντηρητικό κόμμα του πρωθυπουργού Ρούτε διατήρησε την πρώτη θέση. Και –το σημαντικότερο –τα δύο κόμματα που είχαν την πιο καθαρή, θεαματική άνοδο ήταν δύο κόμματα νέα, εκτός παραδοσιακού τοπίου, που διατύπωσαν τις πιο ανόθευτες και ασυμβίβαστα ευρωπαϊκές θέσεις. Το κεντρώο D66 (+4,2%) και οι Αριστεροί Πράσινοι (+6,8%).
Αλλά το κρίσιμο τεστ ήταν το τρίτο. Η Γαλλία ήταν το μεγαλύτερο έπαθλο και ο (θεωρητικά) ευκολότερος στόχος. Τρομοκρατικά χτυπήματα, διαρθρωτική, χρόνια κρίση και μια αίσθηση εθνικής παρακμής φούσκωναν τα πανιά ενός κόμματος που έκανε, μέσα σε 45 χρόνια, όλη τη διαδρομή από το περιθώριο της «φασόσφαιρας» και των νοσταλγών της Γαλλικής Αλγερίας ώς το προβάδισμα που έδιναν στην υποψήφιά του οι δημοσκοπήσεις. Μα, τελικά, η Λεπέν ηττήθηκε. Μπορεί να διπλασίασε σχεδόν τα προ 15ετίας ποσοστά του πατέρα της, μπορεί να έσπασε κάθε ρεκόρ ψήφων για ένα κόμμα της Ακροδεξιάς, μπορεί να επωφελήθηκε από την πολιτικάντικα επαμφοτερίζουσα στάση του υποψηφίου της Αριστεράς Μελανσόν, μα δεν κατάφερε να αποτρέψει μια, καθυστερημένη έστω, δημοκρατική συσπείρωση εναντίον της και έμεινε αρκετά κάτω από το συμβολικό σύνορο του 40%, που η ίδια είχε θέσει στον εαυτό της. Και, όπως και στην Ολλανδία, ο νικητής ήταν (με μια μικρή βοήθεια της τύχης) ο υποψήφιος που τόλμησε να βγει εκτός παραδοσιακού κομματικού τοπίου. Εκείνος που νέρωσε λιγότερο τις θέσεις του με το μαγικό φίλτρο του ακαταμάχητου λαϊκισμού.
Λειτούργησε, λοιπόν, ένα Trump effect στην Ευρώπη εις βάρος εκείνων που διεκδίκησαν μια εξ αίματος πολιτική συγγένεια με τον νέο πρόεδρο; Ισως. Μα κι αν έπαιξε κάποιον ρόλο αυτό, κανείς δεν μπορεί να βασιστεί επάνω του.
Ο χρόνος θα το εξατμίσει. Αλλα είναι τα σημαντικά από την έως τώρα ευρωπαϊκή εκλογική εμπειρία.
n Είναι, πρώτον, ότι ο λαϊκισμός, ως όχημα ενός ξενοφοβικού, αντιευρωπαϊκού, αντιδημοκρατικού αιτήματος αναδίπλωσης στα εθνικά σύνορα, και ο αντισυστημικός λόγος ως ψευδώνυμο ενός αυταρχικού εθνικισμού δεν είναι αήττητοι. Ακόμη και όταν όλα δείχνουν να τους ευνοούν.
n Είναι, δεύτερον, ότι για να ηττηθούν πρέπει να διατυπωθούν εναλλακτικές λύσεις που αντιστέκονται στη φθορά της εξουσίας και –προπάντων –δεν μιμούνται, δεν μαϊμουδίζουν, δεν υιοθετούν μια «σοφτ» εκδοχή του αντισυστημικού λόγου. Τον αρνούνται και αρνούνται κάθε συμβιβασμό μαζί του.
n Κι είναι, τρίτον, ότι αυτές οι νίκες δεν έχουν τίποτα το οριστικό. Μπορεί να αποδειχθούν απλώς μια μικρή παράταση ζωής ενός δημοκρατικού συστήματος που –όπως έγραφε ο Κέινς στον Ρούζβλετ το 1933 και θύμιζε ένας αρθρογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στον Μακρόν –ή θα αλλάξει με ριζοσπαστικό, πλην έλλογο τρόπο ή, αργά ή γρήγορα, θα ανατραπεί από τις δυνάμεις του ανορθολογισμού που το αντιμάχονται.