Λένε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν βγήκε για τελευταία φορά από το Ωνάσειο, στις αρχές του 1996, ύστερα από μήνες νοσηλείας, σκιά του εαυτού του, στο κατώφλι του θανάτου, πρωταγωνίστησε –άθελά του –σε ένα κωμικοτραγικό συμβάν.
Οι παρατρεχάμενοι, που αγχώνονταν να τον πλασάρουν σαν «σιδερένιο – δυνατό», του είχαν γράψει μια μαχητική δήλωση και τον είχαν υποχρεώσει να την αποστηθίσει για να την πει στα κανάλια. Ξέρετε, κάτι με βαθιά συγκίνηση, με αλύγιστο σθένος, με «μαζί θα προχωρήσουμε μέχρι τη δικαίωση των λαϊκών αγώνων»… Ο δόλιος ο Ανδρέας είχε κάθε διάθεση να τους ευχαριστήσει. Πλην, θολωμένος από την αρρώστια, τα μπέρδεψε. Διασταυρώθηκε έξω από το δωμάτιό του με μια νοσοκόμα η οποία έσπρωχνε ένα καροτσάκι με φαρμακευτικό υλικό. Εξέλαβε εκείνη ως ρεπόρτερ, τις σύριγγες ως μικρόφωνα και τους ορούς ως κάμερες, κορδώθηκε όσο μπορούσε εμπρός της και της είπε τη δήλωση. Η νοσοκόμα τον κοιτούσε άναυδη.
Ράκος από την υπερπροσπάθεια, ο Ανδρέας δεν άντεχε να τα επαναλάβει στους αληθινούς δημοσιογράφους. Τι να κάνει η συνοδεία του; Υποβαστάζοντάς τον τους παρέκαμψε και τον κατέβασε με το ασανσέρ στο γκαράζ…
Κάτι ανάλογο συνέβη τις προάλλες στον φίλο μου Γ.Ν.
Ο Γ.Ν. είναι τραγουδοποιός και, μολονότι έχει καβατζάρει τα σαράντα πέντε, επιμένει να απευθύνεται στο πιο νεανικό κοινό. Τραγουδάει για καλοκαιρινούς έρωτες, μεθύσια και νυχτερινά κολύμπια, ταξίδια, πάρτι, πλάκες. Οι ρυθμοί του –σουίνγκ και φοξτρότ και σαμπορούμπες –δημιουργούν μια ατμόσφαιρα νοσταλγική και κοσμοπολίτικη. Σου φτιάχνει ακούγοντάς τον η διάθεση. Γίνεσαι –ακόμα κι αν δεν έχεις κανένα λόγο –αισιόδοξος.
«Κανόνισα να πας σε πάνελ, να μιλήσεις για τις γαλλικές εκλογές!» του ανακοίνωσε ενθουσιασμένος ο ατζέντης του. «Τι σχέση έχω με τα πολιτικά;» τρομοκρατήθηκε σχεδόν ο Γ.Ν. «Εσύ; Εσύ κατεξοχήν εκφράζεις την ευρωπαϊκή προοπτική! Γι’ αυτό σε βαρούσαν ανελέητα οι Αγανακτισμένοι –το ξέχασες; Ασε που είσαι Ελληνογάλλος. Το δε σημαντικότερο, σε μια βδομάδα κυκλοφορούν τα καινούργια τραγούδια σου! Πώς θα τα πλασάρω; Πώς θα σου μαζέψω κόσμο στις συναυλίες; Χρειάζεσαι δημοσιότητα!».
Το τελευταίο επιχείρημα στάθηκε καταλυτικό. Ο Γ.Ν. έχει νεογέννητο παιδί και στεγαστικό δάνειο. Και σε διαφήμιση του Τζάμπο θα έπαιζε, που λέει ο λόγος, αρκεί να πληρωνόταν. Απόγευμα Κυριακής –χωνεύοντας την παστουρμαδόπιτα της πεθεράς του –φόρεσε λουλουδάτο πουκάμισο, φαρδύ λινό παντελόνι και παναμαδάκι και σταμάτησε ταξί στην Πλατεία Μαβίλη. Η πρόσκληση ήταν για τις επτά. Το κανάλι βρισκόταν στην Παλλήνη.
«Εσύ δεν λες αυτά τα ραπ; Που βρίζουν το σύστημα; Χώσ’ τους τα αλύπητα!» τον μπέρδεψε ο ταξιτζής με άλλον. «Οχι» έκανε ξερά ο Γ.Ν. και προσηλώθηκε δήθεν στο κινητό του. Σκεφτόταν, στην πραγματικότητα, τι θα έλεγε στο πάνελ.
Από Γαλλία δεν σκάμπαζε ιδιαίτερα.
Η μαμά του είχε πράγματι γεννηθεί στην Γκρενόμπλ –πήγαιναν κάθε Χριστούγεννα ώς τα δέκα του -, μετά εκείνη πέθανε και οι παππούδες του ουσιαστικά τον ξέγραψαν –δεν συμπαθούσαν ντιπ τον πατέρα του -, τι να τους ενδιαφέρει ο εγγονός απ’ την Ελλάδα όταν είχαν άλλους τέσσερις, από τη νεότερη κόρη τους, στη γειτονιά τους;
Στα είκοσί του βρέθηκε στο Παρίσι ερωτευμένος με μια πιτσιρίκα που είχε συναντήσει στην Ιο. Ταξίδευε τρία εικοσιτετράωρα με το τρένο για να της κάνει έκπληξη, εντόπισε με χίλια ζόρια το σπίτι της σε μια φτωχογειτονιά που λεγόταν Σταλινγκράντ. Της χτύπησε το κουδούνι, του άνοιξε εκείνη τόσο μαστουρωμένη ώστε δεν θυμόταν όχι τον έρωτά τους, αλλά ούτε καν τη φάτσα του. Κάτι του ψέλλισε σε μια ακατάληπτη αργκό και του ‘κλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Τριγύρισε ο Γ.Ν. στο σκοτεινό Σταλινγκράντ. Στους τοίχους σφυροδρέπανα ανάκατα με συνθήματα του Φρον Νασιονάλ…
«Θα πω στην τηλεόραση ότι η Λεπέν είναι κρυπτοναζί!» αποφάσισε. «Από μένα περίμεναν να το μάθουν…» αυτοσαρκάστηκε. «Πού βρίσκεσαι;» ούρλιαξε ο ατζέντης του στο κινητό. «Κοντεύει επτά! Οι άλλοι καλεσμένοι φοράνε ήδη μικρόφωνα!». «Φτάνω…» τον καθησύχασε.
Ο ταξιτζής είχε πελαγώσει –«εκεί που μου ‘πες», τον επέπληξε, «είναι εκτός σχεδίου πόλεως! Το GPS δεν έχει τη διεύθυνση!».
«Θα τους μιλήσω για το μέλλον της Ευρώπης… Εναντίον του ρατσισμού. Και των κοινωνικών αποκλεισμών… Μήπως να τους τα πω τραγουδιστά;».
Περιπλανιόντουσαν στα χωράφια της Αττικής. Πέρασαν ένα γεφυράκι – «εδώ έχει φίνο κοκκινέλι!» του έδειξε ο ταξιτζής ένα κουτούκι -, ρώτησαν σε ένα βενζινάδικο για το κανάλι, ο πακιστανός υπάλληλος δεν είχε ιδέα –κύμβαλα αλάλαζαν οι λέξεις στο μυαλό του Γ.Ν. «ισλαμοφασισμός», «παγκοσμιοποίηση», «φιλελεύθερο κέντρο». «Εχουμε γίνει μπερδεμένο κουβάρι», συνειδητοποίησε, «κανείς δεν ξέρει τίποτα για τίποτα. Και όμως όλοι μιλάνε για όλα…».
Ο ατζέντης είχε πάθει παράκρουση, ο Γ.Ν. άφηνε τις κλήσεις του αναπάντητες, το πάνελ θα τελείωνε οσονούπω, θα άρχιζε η ροή των αποτελεσμάτων, έλληνες πολιτικοί θα θριαμβολογούσαν για την επικράτηση Μακρόν, έλληνες καλλιτέχνες θα έκαναν δηλώσεις μετανοίας που είχαν στηρίξει ΣΥΡΙΖΑ…
«Επιστρέφουμε στη Μαβίλη!» πρόσταξε ο Γ.Ν. τον ταξιτζή. Αισθάνθηκαν και οι δυο τους λυτρωμένοι. Πλήρωσε είκοσι πέντε ευρώ από το υστέρημά του. «Να το θυμάσαι: Η δημοκρατία θα νικήσει!» τον αποχαιρέτησε υψώνοντας τη γροθιά.