Με την ανάδειξη του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλίας έκλεισε ένας επώδυνος κύκλος υπαρξιακής αβεβαιότητας για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το εφιαλτικό σενάριο της κατάληψης της εξουσίας από τη Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου που σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσε στην αποσύνθεση της ΕΕ απεφεύχθη. Βεβαίως, υπάρχουν μπροστά τουλάχιστον άλλες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις: στη Βρετανία (8 Ιουνίου), η οποία μόνο οριακά επηρεάζει την ΕΕ και μόνο στο μέτρο που μπορεί να προσδιορίσει τη διαπραγματευτική στρατηγική για το Brexit (έξοδος της χώρας από την Ενωση), στη Γερμανία (24 Σεπτεμβρίου) από την οποία όποιο αποτέλεσμα προκύψει (εκλογή Ανγκελα Μέρκελ από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα/CDU ή Μάρτιν Σουλτς από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα/SPD) μόνο θετικές επιδράσεις μπορεί να έχει για την ΕΕ αφού και οι δύο υποψήφιοι καγκελάριοι είναι βαθύτατα φιλευρωπαϊστές και, τέλος, οι χρονικά απροσδιόριστες μέχρι στιγμής εκλογές στην Ιταλία, οι οποίες δυνητικά περικλείουν κινδύνους για την Ενωση αν φέρουν στην εξουσία το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο με εξαγγελίες για απόσυρση της χώρας από το ευρώ κ.λπ. Ελπίζεται ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα αποφευχθεί ιδιαίτερα μετά την επάνοδο στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (PD) του Ματέο Ρέντσι με τη μεγάλη πλειοψηφία της εκλογικής βάσης (70%). Ενώ όμως ο κύκλος της άμεσης υπαρξιακής αβεβαιότητας μπορεί να έκλεισε, οι κίνδυνοι και προκλήσεις για την ΕΕ παραμένουν. Τα επόμενα βήματα θα είναι δύσκολα.
Πρώτα απ’ όλα, ο κίνδυνος του εθνολαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού. Οι Λεπέν στη Γαλλία και Βίλντερς στην Ολλανδία δεν ήλθαν μεν στην εξουσία, αλλά διατηρούν υπολογίσιμες δυνάμεις και έχουν δηλητηριάσει βαθύτατα τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τις τοξικές εθνολαϊκιστικές ιδέες τους. Το φαινόμενο δηλαδή του εθνολαϊκισμού/ευρωαπορριπτισμού υπάρχει και πρέπει να αντιμετωπιστεί. Και για να αντιμετωπιστεί θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση και κυρίως οι δημοκρατικές δυνάμεις των κρατών-μελών να αναγνωρίσουν ότι ο εθνολαϊκισμός (κυρίως αυτός της λαϊκής βάσης) θέτει στην ατζέντα ορισμένα πραγματικά προβλήματα, που απαιτούν απαντήσεις. Κατά κανόνα οι εθνολαϊκιστές θέτουν τα προβλήματα χωρίς να έχουν ιδέα από τις λύσεις. Η Ενωση και οι χώρες-μέλη θα πρέπει να διαμορφώσουν και εφαρμόσουν τις λύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο Μακρόν, ως πρόεδρος, να πετύχει. Εργο όχι ιδιαίτερα εύκολο ομολογουμένως. Εξαρτάται από εσωτερικούς παράγοντες (τι θα γίνει π.χ. στις κοινοβουλευτικές εκλογές του ερχόμενου μήνα [11-18/6] και αν θα μπορέσει να υπάρξει προοδευτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων κ.ά.). Εξαρτάται όμως και από τη στάση της ΕΕ και των χωρών-μελών, πρωτίστως της Γερμανίας. Η Γερμανία οφείλει να συμβάλει καθοριστικά στην επιτυχία Μακρόν. Γιατί μια ενδεχόμενη αποτυχία «θα δικαιώσει» τον εθνολαϊκισμό και θα τον φέρει τελικά στην εξουσία στον επόμενο εκλογικό γύρο, με όλες τις ολέθριες συνέπειες. Και κυρίως η Γερμανία μπορεί να συμβάλει αν (μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου) συμπράξει στενά με τον Μακρόν στο σχέδιό του για την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της ευρωζώνης με τρόπο που, ενώ θα διασφαλίζεται η βιωσιμότητά της, δεν θα παράγει κρίσεις, ανισορροπίες και ακραίες μορφές λιτότητας –μείγμα που εκτρέφει τον εθνολαϊκισμό. Η εκλογή Μακρόν προσφέρει μοναδική ευκαιρία για έναν ισχυρό γαλλογερμανικό άξονα, που αποτελεί προϋπόθεση για την εμβάθυνση της ενοποίησης και μεταρρύθμιση της ΕΕ.
Για την Ελλάδα, η εκλογή Μακρόν αντιπροσωπεύει την καλύτερη δυνατή εξέλιξη για γενικότερους και ειδικότερους λόγους. Στο μέτρο που η εκλογή ενισχύσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ενισχύεται και η Ελλάδα ως αυτονόητη κατάσταση. Αλλά ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας γνωρίζει το ελληνικό πρόβλημα σε βάθος και περιστοιχίζεται από ανθρώπους (όπως ο J. Pisany-Ferry κ.ά.) που επίσης γνωρίζουν το ελληνικό ζήτημα. Ακόμη και ο Γιάνης Βαρουφάκη ομολογεί (στην «Γκάρντιαν» 4/5) ότι ο Μακρόν ως υπουργός Οικονομικών έδειξε υψηλή κατανόηση στις ελληνικές θέσεις και στα αιτήματα.