Τα γεγονότα είναι μεταξύ τους άσχετα. Προκαλούν και ενισχύουν όμως τους ίδιους συνειρμούς. Το ένα είναι η συμπλήρωση 25 χρόνων λειτουργίας του καφενείου «Φίλιον» της οδού Σκουφά, του δικού μας, ας πούμε, Café de Flore. Που μπορεί να μην έχει την αίγλη του παρισινού καφέ αλλά σε αυτό το τέταρτο του αιώνα καθιερώθηκε στον αθηναϊκό χάρτη έως το αυθεντικό στέκι διανόησης. Μόνο που εγώ «Φίλιον» δεν το είπα ποτέ. «Dolce» το έμαθα και «Dolce» θα το λέω εσαεί. Και δεν το είχα κατά νου ως ένα μέρος όπου σύχναζαν διανοούμενοι. Για μένα θα είναι πάντα «το ζαχαροπλαστείο, δίπλα στην εκκλησία, που κάνει τις λευκές πάστες με το ζελέ πορτοκάλι από πάνω». Τότε εξάλλου ήξερα ότι οι «ποιητές» συχνάζουν σε άλλα μέρη. (Στο παιδικό μυαλό μου το σύμπαν της διανόησης αποτελούσαν αποκλειστικά «ποιητές» και «ηθοποιοί».) Τους έβλεπα, για παράδειγμα, στο παλιό «Ελληνικό» εκεί όπου σύχναζε και ένας πολύ συμπαθητικός παππούς που μου χαμογελούσε όταν τον κοιτούσα. Αλλά μου έλεγαν ότι δεν έπρεπε να παίζω και να κάνω φασαρία δίπλα στο τραπεζάκι του διότι ήταν ένας πολύ σημαντικός ποιητής που τον έλεγαν Βάρναλη. Τους έβλεπα και στον «μπιντέ», μια νησίδα πεζοδρομίου ανάμεσα στη σημερινή «Λυκόβρυση» και την οδό Πατριάρχου Ιωακείμ. Ελύτης, Χατζιδάκις, Τσαρούχης. Αγνωστα για μένα τότε ονόματα, που στο παιδικό μου όμως μυαλό είχαν ήδη ρίξει τα θεμέλια του μύθου τους. Ελπίζω να μου το συγχωρέσει ο κύριος Τζανακόπουλος, αλλά, βλέπετε, μεγάλωσα στο Κολωνάκι.
Διότι το άλλο γεγονός που μου προκάλεσε αυτούς τους συνειρμούς είναι το «απαγορεύεται να ομιλείτε περί ανεργίας» που, περίπου, είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στον Κυριάκο Μητσοτάκη και κατ’ επέκταση σε όποιον δεν έχει κατοικήσει στο Αιγάλεω. Δεν πρόκειται, ακριβώς, περί ταξικού μίσους. Αλλά περί μίας χονδροειδούς αφέλειας που συνδέει τις κοινωνικές ευαισθησίες των πολιτών με τον τόπο διαμονής τους. Στο μυαλό του κυρίου Τζανακόπουλου ο κόσμος, προφανώς, χωρίζεται σε ανάλγητους Κολωνακιώτες και ευαίσθητους Αιγαλιώτες. Αραγε πόσα χρόνια, κατά τη γνώμη του, κάποιος που μεγάλωσε στο Κολωνάκι πρέπει να ζήσει στο Αιγάλεω ώστε να αναβαπτισθεί στα νάματα του ανθρωπισμού; Είναι κι αυτός ο Εμφύλιος που τον τραβάει από το μανίκι. Δεν ξέρω μήπως νομίζει ότι τα βράδια κυκλοφορεί ακόμη εκεί ο Σκόμπι και ξεσηκώνει τους Κολωνακιώτες να κυνηγάνε φτωχούς. Ας σοβαρευτούμε. Ασπλαγχνοι και εύσπλαγχνοι είναι οι άνθρωποι. Οχι οι συνοικίες. Και στον αστικό ιστό υπάρχει και το Κολωνάκι και το Αιγάλεω και τα Εξάρχεια. Χωρίς ιδεολογικά σύνορα μεταξύ τους. Τα προβλήματα αρχίζουν ακριβώς όταν υψώνονται αυτά τα σύνορα. Και κάνουν τις γειτονιές γκέτο.
Βεβαίως και η γειτονιά όπου μεγαλώνει κάποιος δημιουργεί βιώματα. Δεν αποτελεί όμως ευαισθησιόμετρο. Η κοινωνική ευαισθησία δεν έχει διεύθυνση με οδό, αριθμό και ταχυδρομικό κώδικα. Η άποψη αυτή είναι τοξικός γεωγραφικός ρατσισμός. Ο κύριος Τζανακόπουλος θα πρέπει να ξέρει ότι στο Κολωνάκι δεν υπάρχουν μόνο ρετιρέ με δρύινες πόρτες. Υπάρχουν και τριάρια όπου μεσοαστικές οικογένειες μεγάλωσαν τα παιδιά τους, δυάρια όπως αυτό που ζούσε ο Ελύτης, ημιυπόγεια σαν εκείνο του Καρούζου. Στο Κολωνάκι κατοικούσε η οικογένεια Κούνδουρου, η οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο Τσαρούχης, ο Νίκος Καββαδίας. Η ελίτ του ουμανισμού στην οποία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θεωρεί, προφανώς, ότι ανήκει θα πρέπει να ακούσει (ανάποδα) Μανώλη Χιώτη. «Ολοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη και όλοι έχουμε καρδιά λαός και Κολωνάκι».