Επειτα από τουλάχιστον οκτώ χρόνια κρίσης, το βασικό εθνικό ζητούμενο παραμένει το ίδιο. Αν αυτό θα έπρεπε να κωδικοποιηθεί σε μια φράση, τότε θα λέγαμε πως δεν είναι άλλο από την πολυπόθητη έξοδο από την κρίση. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως η φράση αυτή είναι δυστυχώς από τη φύση της παραπλανητική. Η λέξη «κρίση» έχει μια στιγμιαία ποιότητα στην αντίληψή μας. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, για παράδειγμα, την πυραυλική κρίση της Κούβας το 1962, η οποία είχε διάρκεια 13 ημερών, ή οικονομικές κρίσεις, όπως η πρόσφατη στις ΗΠΑ το 2008, η οποία ήταν σχεδόν παρελθόν σε λιγότερο από μία κυβερνητική τετραετία.
Η ελληνική κρίση έχει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η αφορμή εκδήλωσης της κρίσης μπορεί να ήταν η αδυναμία χρηματοδότησης στις διεθνείς αγορές ομολόγων, ωστόσο όλοι μέσα μας γνωρίζουμε καλά πως το πραγματικό πρόβλημα ήταν πολυεπίπεδο και είχε να κάνει με το συνολικό πρότυπο λειτουργίας της χώρας και της οικονομίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η Ελλάδα είναι η μόνη από τα κράτη που χρησιμοποίησαν προγράμματα διάσωσης η οποία δεν αρκέστηκε μόνο σε ένα αλλά χρειάστηκε τρία –τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας έχει καταρχήν να κάνει με το παραγωγικό της μοντέλο, δηλαδή με τον συνολικό τρόπο λειτουργίας της οικονομίας μας και με τα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού μοντέλου. Η ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο έχει καταστεί ρητή από πολλά επιφανή στελέχη του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Ακούμε συχνά για ένα σχέδιο πέρα και πάνω από το Μνημόνιο, για ένα σχέδιο ανασυγκρότησης και ανάπτυξης το οποίο δεν είναι απλά επιθυμητό αλλά απαραίτητο για την απαιτούμενη αλλαγή σελίδας. Ωστόσο, το πλάνο αυτό έχει παραμείνει, σε μεγάλο βαθμό, σύνθημα από πλευράς των ελληνικών κυβερνήσεων. Το βασικό σχέδιο με το οποίο η χώρα πορεύεται δεν είναι άλλο από το κείμενο του Μνημονίου, όπως αυτό εξειδικεύεται μέσα από συγκεκριμένες κυβερνητικές επιλογές ως προς το μείγμα φόρων / δαπανών. Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο θα έπρεπε να είναι ένα υποσύνολο ενός ευρύτερου πλάνου, το οποίο θα ήταν προϊόν εγχώριου σχεδιασμού και εμπνεύσεως.
Φυσικά, το ότι για σειρά λόγων, που έχουν να κάνουν με την πολυεπίπεδη εθνική μας ιδιαιτερότητα, η χώρα μας παραμένει σε κρίση ακόμα και σήμερα δεν συνιστά καινοτόμο διαπίστωση. Στους διεθνείς ακαδημαϊκούς κύκλους, ανάλογα με την καμπύλη που ακολουθεί η οικονομία πριν, κατά τη διάρκεια και έπειτα από μια κρίση, μιλάμε για κρίσεις «J», «V» και «U». Οι καμπύλες αυτές σχηματοποιούν το αν η έξοδος από την κρίση ήταν ταχεία και αν οδήγησε τη χώρα σε ένα καλύτερο σημείο από ό,τι ήταν πριν. Είναι κοινά αποδεκτό πως μέχρι στιγμής η Ελλάδα ακολουθεί μια καμπύλη «L», δηλαδή έχει βιώσει μια μεγάλη πτώση και έπειτα μια χαρακτηριστική περίοδο στασιμότητας. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος, η κρίση να αποκτήσει άλλα χαρακτηριστικά, αυτά μιας «ελληνικής παρακμής».
Το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνο η ανυπαρξία ενός σχεδίου εθνικής ιδιοκτησίας. Αλλά, κυρίως, το γεγονός ότι δεν λαμβάνουμε καν υπόψη μας μερικές τάσεις, οι οποίες έχουν τις προϋποθέσεις να αποτελέσουν υπαρξιακούς κινδύνους για τη χώρα. Η πλέον χαρακτηριστική είναι το δημογραφικό μας πρόβλημα. Ο πληθυσμός της χώρας για πρώτη φορά μειώθηκε μεταπολεμικά κατά τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις οριοθετεί πως το πιο πιθανό σενάριο για το 2050 είναι ότι ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί από τα 10,8 εκατομμύρια στα 8,8. Ταυτόχρονα, εκτιμάται πως θα αλλάξει και η εσωτερική σύσταση του πληθυσμού, με τους άνω των 65 ετών να συνιστούν το 30%-33% το 2050, από το 21% που είναι το σημερινό τους επίπεδο. Πέρα από τα προφανή συνεπαγόμενα προβλήματα αυτής της πρόβλεψης, που αφορούν τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού και τις γεωπολιτικές ισορροπίες της χώρας, είναι σαφές πως τα κακά δημογραφικά στοιχεία θα επηρεάσουν καταλυτικά τη δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας.
Σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό «Foreign Affairs» ο Ραχίρ Σάρμα μελέτησε 56 περιπτώσεις χωρών από το 1960 και μετά που κατάφεραν να έχουν ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 6% για παραπάνω από μία δεκαετία. Παρατηρήθηκε ότι στις χώρες εκείνες κατά μέσο όρο ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 2,7% ετησίως, γεγονός που, κατά τον συγγραφέα, υποδηλώνει ότι η πληθυσμιακή αύξηση αποτελεί κομμάτι της ερμηνείας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Με λίγα λόγια, αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα είναι πως μια χώρα είναι δύσκολο να αποκτήσει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης εάν ο οικονομικά ενεργός της πληθυσμός δεν αυξάνεται κατά τουλάχιστον 2% ετησίως. Σήμερα, μόλις 2 από τις 20 μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες ξεπερνούν αυτό το όριο, η Νιγηρία και η Σαουδική Αραβία.
Βέβαια, η μία στις τέσσερις περιπτώσεις χωρών που αναπτύχθηκαν σημαντικά το κατόρθωσε χωρίς να παρουσιάσει σημαντικές αυξήσεις στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της. Χώρες όπως η Χιλή και η Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 κατάφεραν να αναπτυχθούν ταχύτατα, μέσα από έναν συνδυασμό έξυπνης οικονομικής πολιτικής, αύξησης των επενδύσεων και σημαντικής συνεπακόλουθης αύξησης της παραγωγικότητας. Παρ’ όλα αυτά, το δίδαγμα είναι πως η πιθανότητα επίτευξης ακόμα και πολύ μικρής οικονομικής ανάπτυξης συρρικνώνεται εν τη απουσία καλών δημογραφικών στοιχείων. Κατά τα επόμενα πέντε έτη, σχεδόν καμία από τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη δεν θα ξεπερνά τον πήχη του 2% ως ποσοστού αύξησης του οικονομικά ενεργού της πληθυσμού. Και σε χώρες όπως η Κίνα, η Πολωνία, η Ρωσία και η Ταϊλάνδη ο πληθυσμός αυτός αναμένεται να συρρικνωθεί. Το ίδιο θα ισχύει και για την Ελλάδα, και μάλιστα κατά πολύ περισσότερο: ο δυνητικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας, δηλαδή οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που θα μπορούσαν να εργάζονται, θα μειωθεί από τα 7 εκατ. το 2015 στα 4,8-5,5 εκατ. το 2050, ενώ ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατ. το 2015 σε 3-3,7 εκατ. το 2050.
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι διευθυντής Ερευνών της διαΝΕΟσις