Οι αριθμοί συνθέτουν μεν την αλήθεια, οι μαρτυρίες όμως των ασθενών, των γιατρών και των νοσηλευτών είναι αυτές που καταγράφουν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την καθημερινότητα στο ΕΣΥ.
Οι συχνές βλάβες σε ιατρικό εξοπλισμό πρώτης γραμμής – με πρόσφατα παραδείγματα τον αξονικό στο Σισμανόγλειο και τον αγγειογράφο στο Αιμοδυναμικό Τμήμα του Ευαγγελισμού που προκάλεσαν «έμφραγμα» στη λειτουργία αμφότερων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων –, οι λίστες αναμονής ακόμη και σε καρκινοπαθείς που αγγίζουν τους έξι μήνες και η «ασφυξία» στις εφημερίες των νοσοκομείων είναι μόνο μερικές από τις δραματικές επιπτώσεις της κρίσης.
Οι νοσηλευόμενοι και το προσωπικό των νοσοκομείων είναι αυτοί που βιώνουν και υφίστανται με τον πλέον σκληρό τρόπο την αποσύνθεση του δημόσιου συστήματος Υγείας. Οι ασθενείς χρόνο με τον χρόνο δηλώνουν ολοένα και πιο δυσαρεστημένοι από το Εθνικό Σύστημα Υγείας εξαιτίας των αναγκαστικών εκπτώσεων στις προσφερόμενες υπηρεσίες του. Οι εναπομείναντες ιατροί και νοσηλευτές σηκώνουν τις ελλείψεις στις… πλάτες τους, καταβάλλοντας προσπάθειες να στηρίξουν τις δημόσιες δομές με τα μέσα που έχουν.
Γιατροί, νοσηλευτές και ασθενείς σε απόγνωση
Σε μια δοκιμασία αντοχής – άνευ προηγουμένου – υποβάλλονται τα δημόσια νοσοκομεία, με το υγειονομικό προσωπικό να εκπέμπει «σήμα κινδύνου» για τις συνθήκες νοσηλείας στο ΕΣΥ. Την ίδια ώρα ειδικοί της Υγείας προειδοποιούν ότι το δημόσιο σύστημα έχει υπερβεί πλέον τις αντοχές του, καθώς (υπερ)λειτουργεί με περιορισμένους πόρους.
Σε κάθε περίπτωση χαμένοι είναι οι πολίτες, των οποίων οι ανάγκες δεν καλύπτονται επαρκώς εξαιτίας των μνημονιακών παρεμβάσεων και των πολιτικών που συνθέτουν ένα μωσαϊκό στρεβλώσεων. Το γεγονός ότι η κρίση σπρώχνει τους Ελληνες στα δημόσια νοσοκομεία αποτυπώνεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο από τα διαθέσιμα στοιχεία.
Πέρυσι αναζήτησαν ιατρική φροντίδα στα νοσοκομεία της Αττικής (1η ΥΠΕ) 2,76 εκατομμύρια ασθενείς. Ο αριθμός αυτός αφορά είτε επείγοντα περιστατικά είτε τακτικά ραντεβού (απογευματινά ιατρεία).
Ο αντίστοιχος αριθμός για το 2014 ήταν 2,68 εκατομμύρια και το 2015 2,72 εκατομμύρια. Αντίστοιχα, νοσηλεύτηκαν στα ίδια νοσοκομεία 651,5 χιλιάδες, δηλαδή τουλάχιστον 15.000 περισσότερα περιστατικά σε σχέση με το περασμένο έτος.
Πληγή από το κούρεμα των κεφαλαίων
Το οξύμωρο όμως είναι ότι παρά την αυξημένη ζήτηση που καταγράφεται στα δημόσια νοσηλευτήρια της Αττικής, έχει μειωθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, η διάθεση των κεφαλαίων στην 1η ΥΠΕ.
Ετσι, από 599,6 εκατομμύρια ευρώ το 2016 προσγειώθηκαν στα 575,8 εκατομμύρια ευρώ για φέτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Στο, μεταξύ η μαύρη τρύπα των ταμείων του ΕΣΥ γιγαντώνεται καθημερινά εξαιτίας (και) της ανθρωπιστικής κρίσης που έχουν προκαλέσει η ανεργία και το προσφυγικό κύμα.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι πέρυσι το νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς κατέγραψε κόστος ύψους 3,1 εκατ. ευρώ για τη φροντίδα ανασφάλιστων πολιτών και προσφύγων.
Το αντίστοιχο κόστος για το νοσοκομείο Ευαγγελισμός έφθασε τα 5,7 εκατ. ευρώ.
Και ενώ η σημερινή κυβέρνηση ικανοποίησε το κοινωνικό αίτημα για δωρεάν περίθαλψη σε όλους τους κατοίκους της χώρας χωρίς εξαιρέσεις, η αντίφαση εντοπίζεται στο γεγονός ότι η αποφασιστικότητά της για άμεση ανακούφιση δεν συνοδεύτηκε από τον απαραίτητο οικονομικό σχεδιασμό.
Η περίπτωση του Ευαγγελισμού είναι ενδεικτική: φέτος ο προϋπολογισμός του νοσοκομείου ανέρχεται στα 66 εκατ. ευρώ – δηλαδή κατά 2 εκατ. ευρώ μειωμένος σε σχέση με πέρυσι και κατά 58% περικομμένος σε σχέση με το 2010.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, η διαμαρτυρία της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) αποτελεί λογικό επακόλουθο. «Δυστυχώς από τον κρατικό προϋπολογισμό για το 2016 προβλέφθηκαν 1,265 εκατ. ευρώ και για το 2017 1 εκατ. ευρώ» διαπιστώνουν οι γιατροί, επισημαίνοντας ότι η κάλυψη του κόστους νοσηλείας των ανασφάλιστων όλων των κατηγοριών – δηλαδή είτε με ΑΜΚΑ είτε χωρίς, είτε Ελληνες είτε πρόσφυγες και μετανάστες – προκαλεί νέο οικονομικό αδιέξοδο στο ΕΣΥ
Βάζουν κακό βαθμό στο ΕΣΥ
Το αποτέλεσμα είναι να βιώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας τόσο οι ασφαλισμένοι όσο και οι ανασφάλιστοι.
Αυτό τουλάχιστον καταγράφει έρευνα των «ΝΕΩΝ» για την Τριτοβάθμια Υγεία που έγινε αποκλειστικά σε ανθρώπους που νοσηλεύτηκαν σε δημόσια ιδρύματα. Η δημοσκόπηση αφορά την ικανοποίηση των ασθενών από τη νοσηλεία τους κατά τους μήνες Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2014, Ιανουάριο – Φεβρουάριο 2016 και Μάρτιο 2017.
Οι έλληνες ασθενείς πριν από τρία χρόνια βαθμολογούσαν τη νοσηλεία τους στα δημόσια νοσοκομεία με 7 με άριστα το 10. Δεκατρείς μήνες αργότερα, ο βαθμός ικανοποίησης των ασθενών έπεσε στο 5,5. Η κατηφόρα της ταλαιπωρίας συνεχίστηκε για τους ασθενείς για τους επόμενους δεκατρείς μήνες, οι οποίοι βαθμολογούν με 4 τη νοσηλεία τους, καθώς όπως εξηγούν «παλαιότερα το δύσκολο ήταν να μπεις στο νοσοκομείο. Πλέον για τη νοσηλεία φέρνουμε όχι μόνο σύριγγες, αλλά και σεντόνια από το σπίτι μας».
Επιπλέον, στην ίδια έρευνα οι ασθενείς δηλώνουν κάθε χρόνο ότι οι υπηρεσίες είναι πολύ χειρότερες, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι οι γιατροί δεν προλαβαίνουν καν να τους ενημερώσουν για τις τυχόν παρενέργειες της θεραπευτικής αγωγής που τους συνταγογραφούν.
Είναι ενδεικτικό ότι 50% των ασθενών που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο των «ΝΕΩΝ» (εκ των οποίων αρκετοί ηλικιωμένοι) δήλωσαν ότι «δεν κατάλαβαν ακριβώς τον λόγο για τον οποίο έπρεπε να πάρουν συγκεκριμένο φαρμακευτικό σχήμα».
Ο λόγος, σύμφωνα πάντα με τους ασθενείς που συμμετείχαν στην ίδια έρευνα, είναι ότι οι γιατροί, παρόλο που εργάζονται υπερωρίες και με εντατικούς ρυθμούς, δεν επαρκούν ώστε να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών.
Το ίδιο ισχύει και για το νοσηλευτικό προσωπικό. «Βλέπεις νοσηλευτές που είναι πιο εξουθενωμένοι από χειρουργημένους ασθενείς και όχι μόνο. Κάποιες στιγμές που αισθανόμουν καλύτερα ήθελα να πάω να τους βοηθήσω» λέει η Αγγελική Τσάμη, της οποία η πεθερά νοσηλευόταν στο Γενικό Κρατικό Αθηνών (Γεννηματάς).
Γενικά η εξυπηρέτηση των ασθενών και η ποιότητα υπηρεσιών Υγείας έχουν φθίνει πάρα πολύ τα τρία τελευταία χρόνια, αφού όπως καταγράφηκε το 2014 το 45% των νοσηλευομένων δήλωνε ότι είναι σχετικά ικανοποιημένο καθώς είχε αρκετή εξυπηρέτηση κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, ενώ το 2017 το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 4,9%.
Απογοητευμένοι εμφανίζονται οι ασθενείς και σε ό,τι αφορά την καθαριότητα στα δωμάτια και τις τουαλέτες των νοσοκομείων. Το 2014 το 50% των ασθενών δήλωνε ότι το δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο και το 50% τυπικό νοσοκομείου. Τον Μάρτιο του 2017 το 76,1% δήλωνε ότι είναι τυπικό νοσοκομείου και το 4,9% ότι ήταν βρώμικο. Μια επίσκεψη στις κοινόχρηστες τουαλέτες του Γενικού Κρατικού αρκεί για να διαπιστώσει κανείς την ανεπάρκεια στην καθαριότητα – όπου το χαρτί αποτελεί τους τελευταίους μήνες υλικό πολυτελείας ακόμη και στους θαλάμους των ασθενών.
Περιμένοντας το ασθενοφόρο…
Ακόμη ένα πρόβλημα που ανέφεραν οι ασθενείς, το οποίο μάλιστα βρισκόταν εκτός ερωτηματολογίου, ήταν τα ασθενοφόρα. «Περιμέναμε εννέα ώρες ασθενοφόρο για να μεταφέρει τη μητέρα μου από το νοσοκομείο στο σπίτι. Οι νοσοκόμες μάς πρότειναν να πάρουμε ιδιωτικό. Για μια δωρεάν νοσηλεία τριών ημερών πληρώσαμε από την τσέπη μας 550 ευρώ» λέει ο Ηλίας Μανίδης.
Προβλήματα στις μετακινήσεις τον ασθενών δημιουργούνται και σε μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες όπως είναι το νοσοκομείο Σωτηρία. Τα αυτοκίνητα για τη μεταφορά των ασθενών προέρχονται από χορηγίες και είναι ελάχιστα. Ετσι, σύμφωνα με μαρτυρίες εργαζομένων, αναγκάζονται να στριμώχνουν για μεταφορά στο ίδιο βανάκι ασθενείς με φυματίωση και ηλικιωμένους ευάλωτους σε σοβαρές μεταδοτικές νόσους, κάτι που είναι επικίνδυνο και απειλητικό για τη ζωή τους.
Στα χαρακώματα οι ειδικευόμενοι για την ετήσια αξιολόγηση
Οι αδυναμίες του συστήματος εντοπίζονται και στη ραχοκοκαλιά του ΕΣΥ, δηλαδή στους εργαζομένους. Και παρόλο που η ηγεσία του υπουργείου Υγείας σε κάθε ευκαιρία τονίζει την αυταπάρνηση του προσωπικού, μεγάλη μερίδα γιατρών και νοσηλευτών νιώθουν ότι βρίσκονται στο περιθώριο καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τους.
Κάπως έτσι έσβησε και η αρχική ελπίδα ότι οι ιθύνοντες της οδού Αριστοτέλους, όντας συνάδελφοί τους (ο Ανδρέας Ξανθός είναι μικροβιολόγος και ο Παύλος Πολάκης χειρουργός – εντατικολόγος), θα έφερναν την ανατροπή στον χώρο της Υγείας, δεδομένου ότι έχουν και οι ίδιοι βιώσει στο πετσί τους τις παθογένειες του συστήματος.
Υπό τις συνθήκες αυτές, «προδομένοι» νιώθουν και οι ειδικευόμενοι γιατροί εξαιτίας των δρομολογούμενων αλλαγών για την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας. Λάδι στη φωτιά έριξαν οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του ΚΕΣΥ (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας) Κώστα Μάρκου, ότι «οι ειδικευόμενοι είναι εκπαιδευόμενοι και όχι εργαζόμενοι και σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούμε».
Και ενώ ο Μάρκου επανήλθε με νέα τοποθέτηση – ανακοίνωση, διευκρινίζοντας πως «οι ειδικευόμενοι δεν θα είναι άμισθοι, αλλά θα πάψουν να αντιμετωπίζονται σαν εργαλείο κάλυψης των εργασιακών κενών», ο απόηχος της αρχικής αντίδρασης των ειδικευομένων δεν έχει καταλαγιάσει.
Οι νέοι γιατροί που εργάζονται στο ΕΣΥ αποδοκιμάζουν στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέτρα που έρχονται, με τους ίδιους να επιμένουν ότι στηρίζουν ένα σύστημα υπό κατάρρευση, εργάζονται υπό σκληρές συνθήκες και άρα στην ελληνική πραγματικότητα δεν λειτουργούν ως εκπαιδευόμενοι αλλά ως ετοιμοπόλεμοι γιατροί.
Ετσι, απορρίπτουν το σχέδιο του ΚΕΣΥ που προβλέπει μεταξύ άλλων πανελλαδικές εξετάσεις για την ιατρική ειδικότητα τρεις φορές τον χρόνο και ετήσια αξιολόγηση των ειδικευομένων.
Πολυτέλειες. «Δεν υπάρχει η πολυτέλεια χρόνου για μελέτη στη βιβλιοθήκη. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει πως οι έλληνες ειδικευόμενοι είναι ανεπαρκείς. Εχουμε περάσει πολλές εξετάσεις στη ζωή μας. Και αναφέρομαι στην καθημερινή τριβή με τους ασθενείς. Εχω κάνει καρδιακή αναζωογόνηση, εργάζομαι νυχθημερόν, εξετάζω ασθενείς. Πώς, λοιπόν, μπορούν να αμφισβητούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ικανότητές μου;» διερωτάται η Γεωργία Γεωργακοπούλου, ειδικευόμενη στην Παθολογία (σύντομα ολοκληρώνει το δεύτερο έτος της εκπαίδευσής της στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς).
Η ίδια αποφοίτησε στη Ρώμη, όπου είχε τη δυνατότητα να αρχίσει άμεσα ειδικότητα. Σύμφωνα με τον… κανόνα, θα έπρεπε να είχε μείνει. Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με υπολογισμούς, ότι από τις περίπου 11.000 θέσεις για ειδικευομένους που υπάρχουν στο ΕΣΥ είναι καλυμμένες οι 7.000. Αιτία; Η μετανάστευση των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό με ζητούμενο την εργασιακή και οικονομική ασφάλεια.
Η Γεωργακοπούλου όμως, κόντρα στο ρεύμα, αποφάσισε να επιστρέψει. «Βιώνουμε την καθημερινότητα στο ΕΣΥ με μεγάλο άγχος και αγωνία» δηλώνει στα «ΝΕΑ».
Εξουθενωτικό ωράριο εργασίας
Τόσο εκείνη όσο και οι συνάδελφοί της δεν έχουν ωράριο. Φοράνε την ιατρική τους ποδιά στις 7.30 το πρωί και φεύγουν όταν τους το επιτρέψουν οι συνθήκες, συνήθως στις 5 το απόγευμα, κάποιες φορές (όχι λίγες) έπειτα από 12 ώρες εντατική εργασία ή ακόμη και περισσότερες.
Στο ήδη βεβαρημένο πρόγραμμά της θα πρέπει να προσθέσει κανείς και δύο εφημερίες την εβδομάδα. Εκείνες τις ημέρες αρχίζει την εργασία της το πρωί και επιστρέφει στο σπίτι της την επομένη το απόγευμα.
«Στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών οι ώρες εργασίας είναι εξουθενωτικές. Συνήθως εξετάζουμε ασθενείς επί 12 ώρες, χωρίς διακοπή. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του διαλείμματος. Λόγω της οικονομικής κρίσης, η κίνηση στο νοσοκομείο έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Ετσι, τρεις ειδικευόμενοι και ένας επιμελητής εξυπηρετούμε κατά κανόνα 250 ασθενείς» περιγράφει η νεαρή γιατρός.
Η λιτότητα στο ΕΣΥ έχει αφήσει το αποτύπωμά της παντού – στο ελλιπές και άρα άυπνο ιατρικό προσωπικό, στον εξοπλισμό που δεν συντηρείται στις κτιριακές εγκαταστάσεις που είναι παρατημένες στη φθορά τους.
Θύμα της λιτότητας, και το νοσηλευτικό προσωπικό, που είναι κουρασμένο και γηρασμένο. Τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) είναι αποκαλυπτικά.
Μία στις τρεις οργανικές θέσεις στη νοσηλευτική υπηρεσία των νοσοκομείων είναι κενή, ένας νοσηλευτής αντιστοιχεί κατά κανόνα σε 40 ασθενείς, ενώ 1.500 νοσηλευτές είναι αποσπασμένοι σε άλλες υπηρεσίες και σε γραφεία βουλευτών.
Επιπλέον, το 15% του νοσηλευτικού προσωπικού αντιμετωπίζει διαπιστωμένα προβλήματα υγείας εξαιτίας των εξουθενωτικών συνθηκών εργασίας, ενώ εάν αύριο χορηγούνταν στο νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων όλα τα ρεπό που τους οφείλονται, το ΕΣΥ θα κατέρρεε, καθώς θα έπρεπε να παρέχει υπηρεσίες στους πολίτες με 5.000 νοσηλευτές λιγότερους για τον επόμενο χρόνο!
Στη «μάχη» δίχως «όπλα»
«Καλούμαστε καθημερινά και παρέχουμε υψηλές υπηρεσίες υγείας με πολλές ώρες εργασία, με λίγη ανάπαυση, με ελλείψεις προσωπικού, με ανεπάρκεια υλικών ή και με ελαττωματικά υλικά, ενώ αρκετά συχνά χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε την εφευρετικότητά μας καταφεύγοντας σε πατέντες ώστε να εξυπηρετηθεί η αναγκαιότητα του πάσχοντος» λέει, περιγράφοντας τη σκληρή καθημερινότητα του κλάδου, η Γιαννούλα Νταβώνη, διευθύντρια της νοσηλευτικής υπηρεσίας στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς.
Τα γάντια που τρυπάνε, τα ράμματα κακής ποιότητας, οι φλεβοκαθετήρες με ελαττωματικές βελόνες – υλικά που κυκλοφορούν στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας κατά κόρον – έχουν κάνει τους νοσηλευτές να λειτουργούν ως «survivors», προσπαθώντας όπως όπως να εξυπηρετήσουν τους ασθενείς.
Η ίδια χαρακτηρίζει με μια νότα αυτοσαρκασμού τους νοσηλευτές «πολυθεσίτες» γιατί «καλούμαστε να ξεπεράσουμε την ανυπέρβλητη γραφειοκρατία και δυσλειτουργία του συστήματος, να σηκώσουμε το απίστευτα παραλλαγμένο σωματικό βάρος ενός ασθενούς προκειμένου να τον περιποιηθούμε, να χειριστούμε έναν σημαντικό αριθμό μηχανημάτων που εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα και την επιβίωση του ανθρώπινου οργανισμού, να φροντίσουμε για τη συνεχή και επαρκή εκπαίδευσή μας ώστε να μπορούμε να ανταποκρινόμαστε στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, να διαχειριστούμε τον πόνο και να προσπεράσουμε την οδυνηρή πορεία προς τον θάνατο, χρησιμοποιώντας δικλίδες άμυνας για να μην καταρρεύσουμε εμείς οι ίδιοι».
Και όλα αυτά ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό του ΕΣΥ είναι γηρασμένο και ο μέσος χρόνος υπηρεσίας του είναι τα 25 έτη. Το 15% των υπαλλήλων νοσηλευτικής υπηρεσίας διαθέτει πιστοποιητικά υγειονομικών επιτροπών με προβλήματα υγείας για απαλλαγή από βαριές εργασίες. Ομως συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη λόγω των ελλείψεων.
Στο μεταξύ, στο ΕΣΥ ο μέσος όρος ηλικίας των γιατρών είναι τα 60 χρόνια. Υπάρχουν τουλάχιστον 6.500 ελλείψεις σε μόνιμο ιατρικό προσωπικό και είναι επιτακτική ανάγκη ανανέωσης με επιμελητές β’, ώστε να μειωθεί ο μέσος όρος ηλικίας.