Μια από τις βασικές ενστάσεις για την πολιτική Υγείας, η οποία ασκείται διαχρονικά στη χώρα μας, συνίσταται στην ατολμία της κεντρικής διοίκησης να σχεδιάσει και κυρίως να υλοποιήσει δομικές μεταρρυθμίσεις. Αν και πλήθος μελετών έχουν κατά καιρούς αναδείξει τομείς κύριας παρέμβασης, όπως π.χ. η αλλαγή του χρηματοδοτικού υποδείγματος, η ενδυνάμωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ο ανασχεδιασμός της αρχιτεκτονικής τού συστήματος Υγείας με συνενώσεις δομών ή/και αλλαγή ρόλων σε κάποιες εξ αυτών, η εφαρμογή εκτεταμένων και στοχευμένων προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής της Υγείας κ.ά., η αδράνεια σε όρους πολιτικής πρακτικής φαίνεται να αποτελεί την κυρίαρχη τάση, ανεξάρτητα από τη συγκυρία, τα πρόσωπα αλλά και τους πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν την ευθύνη λήψης αποφάσεων.
Μια εύκολη ερμηνεία του φαινομένου θα μπορούσε να προκύψει από την αναγνώριση του ελάχιστου πολιτικού χρόνου που τελικά διαθέτει η κεντρική διοίκηση που φέρει την ευθύνη της πολιτικής Υγείας λόγω των συχνών εναλλαγών προσώπων και κομματικών σχηματισμών στις θέσεις ευθύνης. Ομως το πρόβλημα φαίνεται ότι είναι πιο σύνθετο και η εξήγησή του μπορεί να αναζητηθεί αφενός στον τρόπο και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και αφετέρου στην απουσία συγκεκριμένου και καθολικού κοινωνικού αιτήματος, το οποίο είχε διατυπωθεί στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος όπως π.χ. κατά τη θέσπιση του ΕΣΥ. Με δεδομένα τα παραπάνω, τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου σε δείγμα 1.000 ατόμων από όλη την επικράτεια φωτίζουν τις προτιμήσεις και τις επιλογές των πολιτών, καθώς και τις απόψεις τους για το σύστημα Υγείας και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και μπορούν να συμβάλουν στην εμβάθυνση της σχετικής επιστημονικής και πολιτικής συζήτησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, το 74% των ερωτηθέντων έχει κάνει χρήση υπηρεσιών Υγείας τον τελευταίο χρόνο, με το ποσοστό αυτό να υπερβαίνει το 90% στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών. Υψηλότερη συχνότητα παρουσιάζει η επίσκεψη σε ιατρό (91,6%) και ακολουθούν η διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων (86,6%), η λήψη φαρμάκων (66,8%) και η νοσηλεία (15,8%). Οι πολίτες απευθύνονται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα για επίσκεψη σε ιατρό (73,9%) και διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων (82,6%), ενώ για νοσηλεία το 73,1% επιλέγει δημόσιες δομές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 24% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι αντιμετώπισαν εμπόδια στην πρόσβαση σε ιατρό, μολονότι η Ελλάδα καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη ιατρών ανά κάτοικο, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την ανάγκη μιας άμεσης παρέμβασης στο υποσύστημα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μέρος της έρευνας που αφορά στις μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, με το 1/3 των ερωτηθέντων να δηλώνει καθόλου ικανοποιημένο από το σύστημα Υγείας και το 85% να θεωρεί επιτακτική ανάγκη τη μεταρρύθμισή του. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, το 70,2% αντιλαμβάνεται τις μεταρρυθμίσεις γενικότερα ως κάτι αρνητικό, άποψη η οποία μπορεί να ερμηνευθεί τόσο από την (αρνητική) εμπειρία των παρεμβάσεων που έχουν επιχειρηθεί στο σύστημα Υγείας τα τελευταία χρόνια όσο και από τη γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, η οποία έχει καταγραφεί και στη συγκεκριμένη έρευνα.
Είναι ενδεικτικό ότι το 38,1% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η μη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της Υγείας οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής βούλησης, ενώ σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα θεωρείται ότι αποτελούν οι αντιδράσεις των ομάδων πίεσης και συμφερόντων (18,6%). Είναι δε προφανές ότι οι παραπάνω παράγοντες σχετίζονται μεταξύ τους, καθώς τυχόν αντιδράσεις των επαγγελματιών του κλάδου ή άλλων ομάδων συμφερόντων αυξάνουν το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος και περιορίζουν την όποια μεταρρυθμιστική διάθεση από την πλευρά του πολιτικού συστήματος. Αλλωστε, οι ερωτηθέντες εκτιμούν ότι προκειμένου να υλοποιηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην Υγεία χρειάζεται πρωτίστως υπέρβαση του πολιτικού κόστους (56,8%) και, επιπλέον, αύξηση των διαθέσιμων πόρων (37,3%) αλλά και εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης (28,3%).
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι, παρά τα αντίθετα ευρήματα αντίστοιχων μελετών του παρελθόντος, το 48% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι στο πλαίσιο των υγειονομικών μεταρρυθμίσεων βασική προτεραιότητα αποτελεί η θέσπιση του οικογενειακού γιατρού για όλους τους πολίτες, ενώ σημαντικά ποσοστά λαμβάνουν τα αιτήματα της κοινωνίας για εύρεση νέων, δημόσιων πηγών χρηματοδότησης (41,9%), αύξηση των δημόσιων δομών παροχής υπηρεσιών Υγείας (28,1%), εφαρμογή υποχρεωτικών προγραμμάτων πρόληψης (25,6%) αλλά και αυστηρή τήρηση του αντικαπνιστικού νόμου (21,6%). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα για αύξηση των δημόσιων δομών παροχής υπηρεσιών Υγείας μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στα εμπόδια που οι πολίτες αντιμετωπίζουν κατά την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, τα οποία έχουν ενταθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και της συνακόλουθης μείωσης των ατομικών και οικογενειακών εισοδημάτων. Ωστόσο, με δεδομένη την καταγεγραμμένη στάση τους να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα για την κάλυψη των σχετικών αναγκών, γίνεται αντιληπτό ότι η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού θα μπορούσε να επιχειρηθεί, με πιο αποτελεσματικό ίσως τρόπο, με διεύρυνση των υπό ασφαλιστική κάλυψη παρεχόμενων υπηρεσιών από ιδιωτικές δομές και επαγγελματίες Υγείας. Αν μάλιστα η αποζημίωση αυτών των υπηρεσιών συνδεθεί, μεταξύ άλλων, και με την ποιότητα που προσφέρεται κάθε φορά, τότε το όφελος των ασθενών θα είναι πολλαπλό.
Η «Ερευνα για τις Μεταρρυθμίσεις στην Υγεία στην Ελλάδα» διενεργήθηκε τον Μάρτιο του 2017 σε δείγμα 1.000 ατόμων, το οποίο κατανεμήθηκε με τη μέθοδο των ποσοστώσεων με αναλογία ως προς τις περιφέρειες.
Επιστημονικός υπεύθυνος έρευνας: αν. καθηγητής Κυριάκος Σουλιώτης.