Πάνω από μισός αιώνας έχει περάσει από την πρεμιέρα του μουσικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη «Του νεκρού αδελφού» στο θέατρο Καλουτά με σκηνοθέτη τον Κατσέλη, πρωταγωνιστές την Αλέκα Κατσέλη και τον Μάνο Κατράκη και επί σκηνής κορυφαίο του Χορού τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ημουν παρών στην πρεμιέρα και μάρτυρας των αντιδράσεων και των διαδηλώσεων με πανό έξω από το θέατρο δύο άλλων «χορών», της Αριστεράς και της Δεξιάς! Ξεφώνιζαν και οι δύο πολιτικές ομάδες για την ιεροσυλία του Μίκη (αντιστασιακού, αριστερού, πρώην εξόριστου και βασανισμένου κρατουμένου λόγω των ιδεών του από τον κατακτητή), ιεροσυλία για τους μεν και τους δε, ότι έφερνε στη σκηνή δύο αδέλφια που αλληλοσκοτώνονταν στον Εμφύλιο (είχε τελειώσει μόλις πριν από 10 χρόνια). Κεντρικό πρόσωπο μια μάνα που αντί να χαρεί τα γαμήλια γλέντια των δύο παλικαριών της τα έθαβε για να επαληθέψει το τραγικό επίγραμμα του Ηροδότου ότι στον πόλεμο (κάθε είδους πόλεμο) οι γονείς θάβουν τα παιδιά, ενώ στην ειρήνη τα παιδιά θάβουν τους γονείς. Και τη λογική της φύσης.

Σε εκείνη την τραγική εποχή των αρχών του ’60, όταν ολόκληρος ο Τύπος (με κορυφαία την «Αυγή») κατακρεούργησε τον τάχα μου αμνήμονα Θεοδωράκη που εξίσωνε και ύψωνε δημόσιο θρήνο για τα θύματα μιας εμφύλιας τραγωδίας με συνείδηση του γένους την αιώνια Ελληνίδα Μητέρα.

Τότε κανείς, στην τύφλα του, δεν αντιλήφθηκε πως ο Μίκης δεν έκανε τίποτε άλλο, ως βαθιά διαβασμένος άνθρωπος, από το να ξαναφέρει στην τραγική σκηνή τον Ευριπίδη των «Φοινισσών», μιας τραγωδίας που μόλις δύο χρόνια πριν ανέβασε ο Μινωτής με μάνα την Παξινού στην Επίδαυρο, όπου ο Μίκης είχε γράψει τη μουσική για τα χορικά στην πρώτη του επαφή με το αρχαίο δράμα. Στις «Φοίνισσες» ο μεγάλος τραγικός, αντλώντας από τον αρχαίο μύθο, φέρνει αντιμέτωπους τους δύο γιους του Οιδίποδος, Ετεοκλή και Πολυνείκη, που αλληλοσκοτώνονται κάτω από τα τείχη των Θηβών και τους κηδεύει η μάνα τους Ιοκάστη.

Τότε λοιπόν κανείς δεν κατάλαβε το διαχρονικό μήνυμα του Μίκη, ούτε ο λαός ούτε οι επίσημοι (τρομάρα τους) που είχαν κατακλύσει την Επίδαυρο και χειροκροτούσαν τα αρχαία πάθη. Ελα όμως που ήταν πάθη συνεχή και διαρκή μιας εν εξελίξει ελληνικής μοιραίας ιστορίας.

Ο Μίκης Θεοδωράκης αλλά κι εγώ ως ένας μικρός μάρτυρας της γενιάς μας βιώσαμε και την Κατοχή και τον Εμφύλιο πάνω στο πετσί μας και στο αργασμένο από τα βασανιστήρια πετσί των δικών μας ανθρώπων. Ο πατέρας μου εξόριστος και ο αδελφός της μάνας μου στην Αντίσταση, πρωτοπαλίκαρο του Αρη, πέρασε είκοσι χρόνια στις φυλακές και ο γιος του ενός, ανιψιός του άλλου, δεν είχε πιστοποιητικό εθνικών φρονημάτων ως φοιτητής και ως φιλόλογος αργότερα.

Μέσα στη συνείδηση αυτών των ανθρώπων που έζησαν επίσης τη συνέχεια των λαθών μιας σειράς ηγετών εκατέρωθεν, των δύο αλληλομισούμενων Ελλήνων, είπαμε κάποια στιγμή όχι βέβαια να ξεχάσουμε (η μνήμη τέτοιων εμπειριών είναι εγκαυστική) αλλά να στοχαστούμε νηφάλια και απροκατάληπτα γιατί 3.000 χρόνια τώρα τρωγόμαστε μεταξύ μας. Ηδη ο Ομηρος από τον πρώτο στίχο του αρχαιότερου κειμένου λογοτεχνίας της ανθρωπότητας, της «Ιλιάδας», αναφέρεται στην «μήνιν», στην οργή του Αχιλλέα που του προξένησε η συμπεριφορά του Αγαμέμνονα και τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον κοινό αγώνα και τη μάχη.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, τον Κολοκοτρώνη φυλακισμένο εν μέσω αγώνος στο Μπούρτζι (από τους συναγωνιστές του); Τη δολοφονία του Καποδίστρια; Την καταδίκη και την εκτέλεση των Εξ; Την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου; Τον χαρακτηρισμό του Σιάντου ως χαφιέ των Αγγλων; Την αυτοκτονία του Ζαχαριάδη που δεν τον δεχόταν ο Στάλιν; Το κλείσιμο, στην υποχώρηση των ανταρτών μετά την ήττα, των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας από τον Τίτο; Την ταπείνωση από τον Ζαχαριάδη του Μάρκου Βαφειάδη που τελείωσε τη ζωή του πίνοντας καφέ με τον νικητή του Γράμμου, στρατηγό Τσακαλώτο, στο Κολωνάκι, και βουλευτή Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ; Δηλαδή συνάδελφο του Παπασπύρου, υπουργού Δικαιοσύνης, όταν εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης; Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την καταδίκη από τα στρατοδικεία του Πλουμπίδη ως κατασκόπου και την ανακήρυξή του ως πράκτορα από το Κόμμα μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού στη Μόσχα;

Για σκεφτείτε, ένας από τους τρεις ιδρυτές του ΕΑΜ, ο Τσιριμώκος, αργότερα έγινε παλατιανός πρωθυπουργός επί αποστασίας!

Σκεφτείτε, ο υπαρχηγός του Ζέρβα έγινε βουλευτής της ΕΔΑ. Δεν κρίνω, δεν κατακρίνω. Καταθέτω και ερωτώ, μήπως πρέπει να ξεπεράσουμε πια αυτά τα τραγικά σύνδρομα που κατατρέχουν την ιστορία αυτού του έρμου τόπου;

Ηδη τα νέα παιδιά, όπως στο σχολείο μπερδεύουν (μιλώ εκ πείρας διδακτικής) τους Πέρσες με τους Τούρκους και τη Σαλαμίνα με το Μανιάκι, μπερδεύουν την Αλβανία, την Κατοχή με τον Εμφύλιο. Και έχει συνέχεια!..

Είδα λοιπόν στο θέατρο Αλκμήνη ένα έργο που με ρητορική Εμφυλίου αναμοχλεύει ιστορία και πάθη. Εχει τον τίτλο «Μετά τη Βάρκιζα» και στην ουσία θρηνεί γιατί τότε οι «προδότες» ηγέτες συμφώνησαν να παραδοθούν τα όπλα που δόξασαν την Αντίσταση αλλά αργότερα μετείχαν και στα Δεκεμβριανά και όσα δεν παραδόθηκαν όπλισαν τον Εμφύλιο. Τα λάθη της άρχουσας τάξης, της Δεξιάς, των συμβιβασμένων, ακόμη και των συνεργατών των στρατευμάτων κατοχής, τα ξέρουμε. Καιρός δεν είναι να αναγνωρίσουμε και τα τραγικά λάθη της άλλης πλευράς; Τα νέα παιδιά κάτω των τριάντα και βάλε δεν καταλαβαίνουν τίποτε και δεν συγχωρούν πλέον τίποτε.

Ερχεται λοιπόν τώρα ένας συγγραφέας, ο Μυρώδης Αδαμίδης, και ξαναγράφει τη σύγκρουση Ετεοκλή – Πολυνείκη, αγνοώντας (ή διαφωνώντας;) με τη θέση του Θεοδωράκη πριν από 50 χρόνια;

Γιατί το έργο του Αδαμίδη μέσα από μια απλή αντιπαράθεση των δύο αδελφών (και μιας φανατικής αδελφής) και μιας τραγικής μάνας ρητορεύει, είναι μια μπροσούρα με όλα τα κομματικά στερεότυπα που έστειλε χιλιάδες νέους σε εξορίες και φυλακές εν ονόματι του πατερούλη Στάλιν και των ιδανικών μιας κοινωνίας που αποδείχτηκε φούσκα και κατέρρευσε εξαιτίας της εσωτερικής της φθοράς και σαπίλας που οδήγησαν στη σημερινή καπιταλιστική μαϊμού!

Το έργο του Αδαμίδη ήρθε με καθυστέρηση εβδομήντα ετών. Ακουγα στη σκηνή ατάκες που πρωτάκουσα από θίασο ανταρτών το 1944 στην Αταλάντη, εγώ αετόπουλο, που αργότερα έμαθα πως ήταν θίασος του Βασίλη Ρώτα και άλλος που σκηνογραφούσε ο Ασαντούρ Μπαχαριάν! Εχουν δυστυχώς ή ευτυχώς, εγώ δεν διεκδικώ ούτε την αυθεντία του μάντη ούτε του ιστορικού, έχουν ξεπεραστεί πλέον αυτά τα πράγματα, άφησαν πληγές, επουλώθηκαν οι περισσότερες, γράφτηκαν κείμενα εκατέρωθεν, ποιήματα, μυθιστορήματα, ιστορικές μελέτες, απομνημονεύματα.

Κανείς δεν επέμεινε σ’ αυτό που επιμένει με έμφαση ο Αδαμίδης, ότι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Τώρα που το μόνο δείγμα αυτού του συστήματος κρατικής υπόστασης που ονειρεύεται ο αριστερός ήρωάς του δοκιμάζεται στη Βόρεια Κορέα, τώρα που όλες οι ουτοπίες αποδείχτηκαν αέρας κοπανιστός, τώρα που η Αριστερά (όποια και όπως) πολεμάει τις επενδύσεις της Κίνας και της COSCO, τώρα που ο Πάπας γίνεται ίνδαλμα στην Κούβα, τώρα που οι σοσιαλιστικές πρώην ευρωπαϊκές χώρες εντάσσονται στον Νότο, τι νόημα έχει εδώ να ανοίγουμε το παλιό τραύμα;

Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση που δίδαξε ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος στο θέατρο Αλκμήνη είναι έξοχη, οι ηθοποιοί υλοποιούν μια αισθητική άποψη που αποθεώνει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό με κύρος και συνέπεια. Ο Κωνσταντόπουλος είναι δάσκαλος της λεπτομέρειας (το απαιτεί εξάλλου το είδος αυτής της αισθητικής) και δεν αφήνει τίποτε να χαλάει την ισορροπία των σχέσεων. Η μουσική του Σωτηράκη αρμόδια με το είδος και ο σκηνικός χώρος, τα κοστούμια (Ευθύμης Τζώρας) και οι φωτισμοί (Κλεοπάτρα Σάρλη) πιστά στη ρεαλιστική αναπαράσταση.

Η Θεοδώρα Σιάρκου (μάνα) είναι εξαίσια, σπουδαία στόφα δραματικής καρατερίστριας, λυρική, τραγική, θυμώδης, τρυφερή, ένα πηγαίο συναίσθημα και σπουδαίος λόγος.

Η νεαρή Τσαμπίκα Φεσάκη (κόρη) έχει αξιοπρόσεκτα προσόντα και έντονη παρουσία.

Η Ειρήνη Πολυδώρου (φίλη), πληθωρική παρουσία και εύφορη συναισθητική περιουσία.

Τους δύο γιους υποδύονται με αρμόδια για την ηλικία και την καριέρα τους προσόντα στα αντίπαλα όχι μόνο στρατόπεδα αλλά και ήθη ο Μάνος Κωστής (μικρός γιος – δεξιός) και ο Σάββας Πογιατζής (μεγάλος γιος – αριστερός).

Ο χίτης του Κωστή Σαββιδάκη για μας που ζήσαμε την εποχή είναι βγαλμένος από το καλούπι των τεράτων. Εξοχος.

Ενα έργο και μια παράσταση λες και διαβάζει κανείς τον «Ρίζο της Δευτέρας» του 1946, μόνο που ο διευθυντής της εφημερίδας, ο Κώστας Καραγεώργης, εξόριστος κάπου στην Ουγγαρία, εκτελέστηκε από τους συντρόφους του και δεν βρέθηκε ποτέ ούτε το πτώμα του.

Αυτή την τραγωδία την έγραψε ο Σκούρτης, αλλά δεν την παίζουν.

Η Βάρκιζα ήταν δυστυχία, λέει ο Αδαμίδης. Τι έγινε στις χώρες που δεν είχαν Βάρκιζα;

Κείμενο:Μυρώδης Αδαμίδης

Σκηνοθεσία:Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος

Ερμηνείες:Θεοδώρα Σιάρκου, Τσαμπίκα Φεσάκη, Ειρήνη Πολυδώρου, Μάνος Κωστής, Σάββας Πογιατζής, Κωστής Σαββιδάκης

Πού:Στο θέατρο Αλκμήνη (Αλκμήνης 8, Γκάζι, τηλ. 210-3428.650) έως 20 Μαΐου