Ηταν ο τρόπος που μας υπαγόρευε η συναισθηματική μας παράδοση για να αγνοήσουμε ένα επερχόμενο κακό. Θυμάμαι και τη γιαγιά μου που το «οξαποδώ» το είχε στο τσεπάκι της. Κάτι σαν το Windex του μπαμπά Portokalos στο «Γάμος α λα ελληνικά» που απομάκρυνε από τη σκουριά στις βίδες μέχρι το σμήγμα στα σπυράκια. Ενα συντετμημένο «έξω από δω» δηλαδή που, με παγανιστική βεβαιότητα, γύριζε την πλάτη στο κακό θεωρώντας ότι έτσι το κακό θα παρεξηγηθεί και θα μας σνομπάρει κι εκείνο.

Πίστευα ότι, ως κοινωνία και ως άτομα, είχαμε ανακαλύψει τις χάρες και τις χαρές του ορθού λόγου, είχαμε συνειδητοποιήσει πως το κακό, εφόσον δεν μπορείς να το αποφύγεις, το βάζεις απέναντί σου και σχεδιάζεις πώς θα το αντιμετωπίσεις. Κορόιδο πιάστηκα. Την εβδομάδα που πέρασε είδα τους περισσότερους (του εαυτού μου μη εξαιρουμένου), στον δημόσιο και τον ιδιωτικό λόγο, να παθιαζόμαστε για τα ασήμαντα. Ηταν πέτσινο το γκολ του ΠΑΟΚ; Ο Μητσοτάκης θα πάει τελικά σε πρωινάδικο ή σε αθλητική εκπομπή; Μας αρέσει ή δεν μας αρέσει η διαφορά ηλικίας του ζεύγους Μακρόν; Πόσο τραμπούκος είναι ο Τζήμερος; Με πόσα «σ» γράφεται η Οδύσσεια; Είναι τμήμα του Μέλανος Δρυμού το Ελληνικό; Και αυτά ενώ το πραγματικά σημαντικό, ένα καινούργιο Μνημόνιο που θα ψηφιστεί αυτήν την εβδομάδα και ρίχνει στη χωματερή, μαζί με τα απόβλητα της αυταπάτης, όσους η κυβέρνηση δεν θεωρεί κομματικούς πελάτες της, μας περιγελά. Λένε πως στους βάλτους, όταν τσακώνονται τα βουβάλια, πονάνε τα βατράχια. Στον δικό μας βάλτο, όταν τσακώνονται τα βατράχια, γελάνε τα βουβάλια.