Θέλοντας κάποια στιγμή να αποδείξει ότι η θέση της χώρας έχει ενισχυθεί στο διεθνές στερέωμα, ο Πρωθυπουργός είχε προβάλει ως επιχείρημα τους υψηλούς της επισκέπτες. Τότε ήταν προφανές ότι εννοούσε προσωπικότητες όπως είναι ο Μπαράκ Ομπάμα. Αλλά τώρα οφείλει να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις. Γιατί τα τελευταία δύο χρόνια η χώρα αυτή έχει υποδεχθεί με τιμές αρχηγού κράτους όχι μόνο το πατροπαράδοτο Αγιο Φως, αλλά και τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας και της Αγίας Ελένης.
Η πληροφορία που συνοδεύει την άφιξη του λειψάνου της Αγίας Ελένης είναι ότι βγαίνει για πρώτη φορά εκτός Βενετίας όπου φυλάσσεται. Είναι κάτι που υπογραμμίζει πλαγίως τη σπουδαιότητα του γεγονότος, χωρίς πάντως να απαντά στο ερώτημα εάν έως τώρα το είχε ζητήσει κανείς ή εάν το λείψανο έρχεται ως προϊόν μιας εργώδους θρησκευτικής διπλωματίας που επιτέλους απέδωσε καρπούς. Κι αν συμβαίνει αυτό το δεύτερο, σε ποιον πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα; Στους εκπροσώπους του Θεού επί της γης ή σε κάποιον εκπρόσωπο της πολιτείας;
Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Η υποδοχή με τιμές αρχηγού κράτους, στρατιωτικά αγήματα, κιλλίβαντες πυροβόλων όπλων και θρησκευτικές πομπές και λιτανείες δείχνουν ότι Εκκλησία και Πολιτεία μπερδεύονται σε ένα δυΐκό σύστημα εξουσίας που θυμίζει περισσότερο θρησκευτικό και λιγότερο κοσμικό κράτος. Είναι κάτι που πιστοποιεί και η παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι κακό να θρησκεύεται ο αρχηγός ενός κράτους; Οχι, είναι κακό να δίνει την εντύπωση πως εάν δεν το κάνει θα πέσει φωτιά να τον κάψει. Του Θεού ασφαλώς. Αλλά και του εκπροσώπου του είτε στην οργίλη είτε στην πιο μειλίχια εκδοχή.