Από τη στιγμή που ο Ηλίας Κασιδιάρης κυκλοφορεί ελεύθερος στη Βουλή, τίποτα δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Γιατί όταν κάποιος θεωρεί τη βία κεκτημένο δικαίωμα, βασικό μέσο αντίδρασης και τρόπο έκφρασης, όταν η απειλή είναι η μόνη απάντηση, όλα μπορεί να συμβούν.
Το χθεσινό επεισόδιο στη Βουλή απέδειξε ότι η Χρυσή Αυγή παραμένει στις επάλξεις υπενθυμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται. Ενα σπρώξιμο ή κάτι παραπάνω, ένα μπουγέλωμα, έτσι για πλάκα –σιγά, και τι έγινε;
«Ξεφτιλίστηκε το Κοινοβούλιο, θα γίνουμε ρεζίλι σε όλο τον κόσμο, δεν μας αρκεί η παραπομπή στην Επιτροπή» είπε ο Ανδρέας Λοβέρδος όταν ο προεδρεύων του Κοινοβουλίου Μάκης Μπαλαούρας δήλωσε ότι θα παραπέμψει το θέμα στην Επιτροπή Δεοντολογίας. Ηδη ο Μάκης Βορίδης είχε ζητήσει την αποπομπή του συνόλου των βουλευτών της Χρυσής Αυγής από την αίθουσα και ο Μπαλαούρας έλεγε ότι θα αποβάλει τον Ηλία Κασιδιάρη. Για «λεκέ ντροπής» μίλησε ο Γιώργος Αμυράς, ενώ και τα λοιπά κόμματα καταδίκασαν το επεισόδιο. Τελικά η πρόταση μομφής εναντίον τη Χρυσής Αυγής πέρασε και η Κοινοβουλευτική της Ομάδα απεβλήθη.
Η λεκτική διαφωνία καταλήγει σε βίαιη πράξη όταν ένας από τους δύο έχει τη βία ως μέσο επικράτησης και επιβολής. Συνήθως πέφτει ξύλο όταν δεν υπάρχουν λόγια και επιχειρήματα. Και αυτό ακριβώς συνέβη, όπως αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη Χρυσή Αυγή.
Γιατί όμως η Βουλή διέκοψε τη ζωντανή μετάδοση; Γιατί ο φρούραρχος φέρεται να απαγόρευσε στους δημοσιογράφους να μπουν στην αίθουσα; Ποιος ο λόγος μια ανοιχτή συνεδρίαση να γίνει, έστω για λίγο, κεκλεισμένων των θυρών; Ετσι προστατεύεται η δημοκρατία; Αμαχητί και κλείνοντας τις κάμερες; Μήπως η Βουλή φοβάται;
Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, όσο πιο φανερά είναι αυτά που κάνει τόσο πιο πιθανό είναι η κοινωνία να ξυπνήσει και να αντιδράσει ώστε να απαλλαγεί μια κι έξω η δημοκρατία από όλους αυτούς.