Εκτιμήσεις ότι η Ελλάδα μπορεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ακόμη και εντός του καλοκαιριού, εκφράζουν εγχώριες τραπεζικές πηγές και οικονομικοί αναλυτές.
Όπως επισημαίνουν, με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή, η χώρα μας εκπληρώνει όλες τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και πλέον έρχεται η ώρα των ευρωπαίων εταίρων να προχωρήσουν στην υλοποίηση των δεσμεύσεων για την αποτύπωση του οδικού χάρτη απομείωσης του ελληνικού χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Με την ένταξη της Ελλάδας στην πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εκτιμάται ότι η Κεντρική Τράπεζα θα αγοράσει ομόλογα αξίας τριών δισ. ευρώ περίπου, ενισχύοντας τη ρευστότητα των τραπεζών για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το σημαντικότερο όμως από την έναρξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είναι το σήμα σταθερότητας που θα δοθεί στις αγορές και θα καταστήσει εφικτή την έξοδο της χώρας μας σε αυτές, για πρώτη φορά μετά το 2014, καθώς θα παρατηρηθεί και νέα πτώση των spread των επιτοκίων.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές και αναλυτές, μια σειρά ακόμη παραγόντων, όπως η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων – πρόσφατα ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου έκανε λόγο για ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων διεθνώς που βρίσκεται σε εξέλιξη στην χώρα μας – η συνεχώς ανοδική πορεία κλάδων της ελληνικής οικονομίας με πρωτοπόρο τον τουρισμό, αλλά και η ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας στο σημερινό περιβάλλον, αποτελούν βασικούς παράγοντες για την επίτευξη μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πορείας μετά την πολυετή κρίση.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στις τράπεζες, όπως επισημάνθηκε και από το βήμα πρόσφατου συνεδρίου της EBRD στην Κύπρο, είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και δεν τίθεται ζήτημα νέας ανακεφαλαιοποίησης τους ενόψει των τεστ αντοχής της ΕΚΤ το 2018.
Οι τράπεζες επικεντρώνονται πλέον στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι το 2019, αισιοδοξώντας ότι θα επιτευχθούν. Σε κάθε περίπτωση, τραπεζικά στελέχη τονίζουν όμως ότι για μια δραστική μείωσή τους απαιτείται περίοδος οικονομικής σταθερότητας για τρία με πέντε χρόνια.
Διοικητικά τραπεζικά στελέχη, σε επανειλημμένες δηλώσεις, τονίζουν επίσης ότι διαθέτουν επαρκή ρευστότητα για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά δεν υπάρχει επαρκής υγιής ζήτηση από μέρους επιχειρήσεων αλλά και νοικοκυριών.
Στο ίδιο μήκος κύματος και διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), καλούν τις ελληνικές επιχειρήσεις σε συνεργασία για την χρηματοδότηση αναπτυξιακών επενδυτικών τους σχεδίων.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, το Eurogroup της 22ας Μαΐου αποτελεί ένα κρίσιμο ορόσημο για μια νέα πορεία της ελληνικής οικονομίας.