Εμειναν χωρίς δουλειά και ο χρόνος τους μοιραζόταν ανάμεσα στην αποστολή βιογραφικών και στις συνεντεύξεις για εργασία χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι μήνες περνούσαν και το φάντασμα της μακροχρόνιας ανεργίας απλώς γινόταν πραγματικότητα. Μέχρι που στα χρόνια της οικονομικής κρίσης στράφηκαν σε έναν εξαιρετικά δύσκολο τομέα, τον αγροτικό, και πέτυχαν.
Γέννημα – θρέμμα Αθηναία, στα 29 της χρόνια αποφάσισε όχι μόνο να αφήσει πίσω την πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί στη Λάρισα αλλά και να ασχοληθεί με έναν κλάδο που τα τελευταία χρόνια κερδίζει όλο και περισσότερους νέους, τη μελισσοκομία. Για την Ελεάννα Τσώρα, οι σπουδές της ως τεχνολόγου – γεωπόνου αλλά και τα σεμινάρια μελισσοκομίας που έκανε βοήθησαν να πάρει πιο εύκολα την απόφαση πριν από δύο χρόνια, παρ’ όλο που στην Αθήνα η δουλειά της ήταν εντελώς διαφορετική –ιδιωτική υπάλληλος.
«Είναι δύσκολη δουλειά. Φεύγω το πρωί και επιστρέφω μετά τις 11 το βράδυ. Ακόμη μεταφέρω τα μελίσσια μου με το μικρό μου όχημα και δύο χρόνια τώρα δεν έχω κάνει απόσβεση των χρημάτων μου. Παρ’ όλα αυτά, είμαι της άποψης πως ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις μια νέα αρχή και πλέον έχω έναν βασικό στόχο: Να κάνω το «Μελεάννα» ένα ποιοτικό μέλι που θα εξάγεται σε χώρες του εξωτερικού».
ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ. Οπως επισημαίνει η Κατερίνα Καρατάσσου, κτηνίατρος – επόπτρια Μελισσοκομίας στην Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος, παραδοσιακά η ενασχόληση με τη μελισσοκομία αντιπροσώπευε για τους περισσοτέρους ένα συμπληρωματικό εισόδημα και ένα μικρό μόνο ποσοστό, περί το 15%, την ασκούσε ως κύριο επάγγελμα. «Η κρίση φαίνεται πως αλλάζει αυτή την αναλογία, καθώς για πολλούς νέους ανέργους –και αρκετούς πτυχιούχους μεταξύ αυτών –η μελισσοκομία επιλέγεται ως η κύρια πηγή εισοδήματος. Η μεγάλη εισροή νέων μελισσοκόμων ξεκινάει από το 2009. Με εγκατεστημένη πια την οικονομική κρίση, η μελισσοκομία ελκύει πολλούς, ιδίως νέους ανθρώπους που αναζητούν μια πηγή εισοδήματος. Τα χρόνια αυτά είναι δύσκολα για την ελληνική μελισσοκομία, ωστόσο η πλειοψηφία των νέων στον κλάδο δεν εγκατέλειψε αλλά συνεχίζει να αγωνίζεται», σημειώνει.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1995 ο αριθμός των μελισσοκόμων έφτανε τους 24.814. Δεκατέσσερα χρόνια μετά οι έλληνες μελισσοκόμοι δεν αριθμούν πάνω από 15.190. Οι χρονιές όμως που ακολουθούν δείχνουν ακριβώς αυτή την τάση καθώς το 2012 ο αριθμός τους ήταν 21.577 ενώ το 2014 ξεπέρασαν τους 24.580.
Τα τελευταία επτά χρόνια –ιδιαίτερα μετά το 2009 –παρατηρείται φυγή του κόσμου από τα αστικά κέντρα προς περιοχές της περιφέρειας. «Οι άνθρωποι αυτοί που πήραν την απόφαση να αφήσουν την πόλη χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Οσοι δεν είχαν καμία γνώση στον τομέα της γεωργίας κι απλά είδαν τη γη ως μόνη τους επαγγελματική διέξοδο και όσοι είχαν σχέση με τη γεωργία, έφυγαν, σπούδασαν και επέστρεψαν για να συνεχίσουν την αγροτική παράδοση της οικογένειας. Για τους πρώτους, το εγχείρημα “γη” ήταν σαφώς πιο δύσκολο, κάποιοι απογοητεύτηκαν από τις δυσκολίες και τα παράτησαν», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Νέων Αγροτών (ΠΕΝΑ) Θεόδωρος Βασιλόπουλος. Χαρακτηριστικά είναι, μάλιστα, τα νούμερα που αποτυπώνουν την τάση επιστροφής των νέων στον αγροτικό τομέα. Το 2009 οι αιτήσεις νέων αγροτών προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για το πριμ πρώτης εγκατάστασης ήταν 8.500. Ο αντίστοιχος αριθμός το 2014 έφτασε τις 11.500 ενώ για το 2016, παρά τις αντίξοες συνθήκες και την αβεβαιότητα της οικονομίας, οι αιτήσεις ξεπέρασαν τις 14.700.
Οι νέοι αγρότες, σύμφωνα με τον Θ. Βασιλόπουλο, ασχολούνται με νέες καλλιέργειες, όπως οι υπερτροφές ή τη σαλιγκαροτροφία αλλά οι περισσότεροι επιμένουν παραδοσιακά. «Τα κηπευτικά, τα αμπέλια, η κορινθιακή σταφίδα, η ελιά και τα εσπεριδοειδή είναι πρώτα στη λίστα. Οι νέοι αγρότες μπήκαν στις παραδοσιακές καλλιέργειες με νέες ιδέες και τις εκσυγχρονίσανε».
ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ. Εχθροί των νέων αγροτών, τονίζει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Νέων Αγροτών, είναι η γραφειοκρατία και η Δημόσια Διοίκηση. «Αυτό είναι το βασικό μας πρόβλημα. Ο κλάδος μου παράγει πλούτο και κατ’ επέκταση πρέπει να πληρώσουμε φόρους. Δεν γίνεται, όμως, η φορολογία μήνα με τον μήνα να αλλάζει και σε αυτή να προστίθενται κι άλλα πρόστιμα», επισημαίνει. Ο ίδιος στα 36 του χρόνια έχει ήδη στο βιογραφικό του και τον τίτλο του Καλύτερου Νέου Αγρότη στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη. «Μαζί με τα ξαδέρφια μου κερδίσαμε τον τίτλο αυτό τόσο για την καινοτομία, τη συλλογικότητα αλλά και τη βιωσιμότητα του εγχειρήματός μας στις βιολογικές καλλιέργειες» προσθέτει.
Από τις πωλήσεις αυτοκινήτων στις υπερτροφές
Σπούδασε θεολόγος αλλά δεν διορίστηκε ποτέ. Εργαζόταν ως πωλητής αυτοκινήτων για χρόνια, αλλά όταν ο μισθός που του προτάθηκε ήταν μόλις 370 ευρώ, παραιτήθηκε. Επί δύο μήνες ο Βασίλης Δαφνής έψαχνε το επόμενο επαγγελματικό του βήμα. «Διαπίστωσα τη δυναμική τάση της καλλιέργειας των υπερτροφών. Το 2012, όταν πια είχαν φανεί για τα καλά τα σημάδια της κρίσης, αποφάσισα να ασχοληθώ με τις υπερτροφές. Οι γνώσεις μου αλλά και τα εφόδια στο κομμάτι της καλλιέργειας ήταν μηδαμινά. Φανταστείτε ότι στην αρχή νοίκιασα ένα αγρόκτημα το οποίο δεν είχε νερό. Πότιζα τα φυτά με μπετόνια. Πέρα από την αρχική άγνοια, ο δύσκολος κλάδος της γεωργίας έχει να αντιμετωπίσει και παράγοντες που ο καλλιεργητής δεν μπορεί να ελέγξει, με βασικότερο τον καιρό. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, αντίθετα θέλει γερό στομάχι και επιμονή για να αντεπεξέλθεις στη γεωργία» θυμάται.
Μήνες αργότερα δημιουργήθηκε η εταιρεία Berryland, με ένα δίκτυο 35 εξωτερικών συνεργατών σε όλη τη χώρα που καλλιεργούσαν αρώνια, ρόδια, ιπποφαές και γκότζι μπέρι. «Η δυναμική μας αυτή τη στιγμή είναι 25.000 δέντρα και τους καρπούς τούς μεταποιούμε, τους συσκευάζουμε και κυρίως εξάγουμε σε 15 χώρες –στις περισσότερες ευρωπαϊκές, αλλά και στην Ιαπωνία και στο Μπαχρέιν εξηγεί ο Β. Δαφνής. Μάλιστα, τους τελευταίους έξι μήνες άνοιξε κι ένα παντοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, όπου πέρα από τα προϊόντα της δικής του εταιρείας στα ράφια του βρήκαν θέση παραγωγοί με παρόμοιες με εκείνον ιστορίες: έχασαν τις δουλειές τους και προκειμένου να μη φύγουν στο εξωτερικό στράφηκαν στη γη.