Καλώς ήλθε λοιπόν το τέταρτο Μνημόνιο, καλώς τα και τα μέτρα τα ζουμπουρλούδικα, κι ας μην κάνουμε άλλους παραλληλισμούς με την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου («Καλώς ήλθε το δολάριο») γιατί θυμόμαστε πού εξελίσσεται το σενάριο. Στον βαθμό όμως που ο καθένας μπορεί να διακωμωδήσει την προσωπική του τραγωδία –ένα είδος τιμωρίας επειδή ζει και εργάζεται σε αυτήν την χώρα –είναι τουλάχιστον φαιδροί οι τρόποι με τους οποίους οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ψήφιση των μέτρων. Το απόλυτο θράσος, όταν απολέσει και το τελευταίο του άλλοθι, εκπίπτει σε φαιδρότητα.
Και επειδή αρχίσαμε με ταινίες, το «Παιχνίδι των λυγμών» (του Σπίρτζη, όχι του Νιλ Τζόρνταν) πάλιωσε. Κλάψανε, σκούξανε, τρύπησαν τα μαντίλια από τα δάκρυα, δεν πείθουν πια. Κι έτσι βγήκε ο μπαλαντέρ των αντιμέτρων. Ή των μέτρων που επικοινωνούνται ως αντίμετρα όπως η μείωση του αφορολογήτου των βουλευτών. Ακουγα τον βουλευτή Φθιώτιδας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Βέττα να το υπερασπίζεται με πάθος τηλεπωλητή φίλτρων νερού και σκεφτόμουν ότι κάτι που θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί από το πρώτο Μνημόνιο και έμενε στο μούσκιο, που λέμε και στην πατρίδα μου, παρουσιάζεται τώρα ως εξισορρόπηση των βάρβαρων περικοπών και της ακόμη πιο βάρβαρης φορολογίας. Οτι δηλαδή εμένα τώρα να μη με νοιάζει που μου παίρνουν και αυτά που δεν έχω, αλλά να στήσω έναν καλαματιανό στο Σύνταγμα επειδή θα πληρώνουν περισσότερα οι βουλευτές. Είναι όμως τακτική αυτής της κυβέρνησης να υποδαυλίζει τα χαμηλότερα εθνικά μας ένστικτα. Το «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» γίνεται από συμπλεγματικό απωθημένο, θεσμικό διακύβευμα. Και εις κατώτερα.