Ο πόνος είναι ίσως από τα συμπτώματα εκείνα που δεν αντιμετωπίζονται εύκολα, εάν δεν καταπολεμηθεί η αιτία που τον προκαλεί. Ομως το να ζει συνεχώς ένας άνθρωπος με ισχυρούς πόνους είναι ασύμβατο με την ίδια τη ζωή. Γι’ αυτό, όσοι πονούν καταφεύγουν σε διάφορα βότανα ή σε φάρμακα, πολλά από τα οποία έχουν σοβαρές παρενέργειες. Ομως, είναι απαραίτητα και αναγκαία.
Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα από τα αρχαιότερα παυσίπονα, η ασπιρίνη, είναι το φάρμακο που όχι μόνο προφυλάσσει από καρδιακή προσβολή τους αρρώστους με στεφανιαία νόσο, αλλά αποδείχθηκε χρήσιμο για την πρόληψη μιας σειράς παθήσεων, μηδέ και ορισμένων μορφών καρκίνου εξαιρουμένων.
Ομως, δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει με όλα τα παυσίπονα και ιδιαίτερα τα ισχυρά. Τα τελευταία χρόνια, μεμονωμένες μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένα αντιφλεγμονώδη παυσίπονα της κατηγορίας των μη στεροειδών θεωρούνται υπεύθυνα για την εκδήλωση εμφράγματος μυοκαρδίου όταν λαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πρόσφατα μια μετανάλυση με τεράστιο αριθμό ασθενών (446.763) που δημοσιεύθηκε στο επίσημο περιοδικό της Βρετανικής Ιατρικής Εταιρείας (BMJ) έτυχε τεράστιας δημοσιότητας παγκοσμίως. Η μελέτη αυτή προέκυψε από δεδομένα από τον Καναδά, τη Φινλανδία και την Αγγλία, και έδειξε ότι η λήψη μη στεροειδών παυσίπονων (ιβουπρουφένη, δικλοφένη, σελεκοξίμπη, ναπροξίνη) σε μεγάλες δόσεις αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης εμφράγματος του μυοκαρδίου ήδη από την πρώτη εβδομάδα, με κορύφωση τον πρώτο μήνα.
Υπήρξαν ορισμένες επιστημονικές φωνές που αμφισβήτησαν τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων αυτών, όμως το θέμα παραμένει σοβαρό. Ετσι, καλό είναι οι ασθενείς με δυνατούς πόνους να αποφεύγουν τη μακροχρόνια λήψη των φαρμάκων αυτών, ιδιαίτερα οι ασθενείς με γνωστή καρδιοπάθεια. Ομως τα φάρμακα αυτά δεν έχουν αποσυρθεί από το εμπόριο, δεδομένου ότι για τους ισχυρούς πόνους δεν είναι εύκολο να αντικατασταθούν.
Βέβαια, ο κίνδυνος για τον μη καρδιοπαθή ασθενή είναι μικρότερος καθώς είναι δυσκολότερο να του προκαλέσουν έμφραγμα. Ομως καλό είναι όλα αυτά να τα γνωρίζουν γιατροί και ασθενείς γιατί ως γνωστόν δεν υπάρχουν αθώα φάρμακα χωρίς παρενέργειες.
Γι’ αυτό, ο ενημερωμένος γιατρός είναι εκείνος που μπορεί να αποφασίσει για την επικινδυνότητα κάθε φαρμάκου για κάθε ασθενή ξεχωριστά, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας κάθε αρρώστου.