Η συστηματική λήψη πολλών φαρμάκων μπορεί να βλάψει σοβαρά το στόμα, ανοίγοντας τον δρόμο για την εκδήλωση προβλημάτων όπως η στοματίτιδα, η διόγκωση των ούλων, η χειλίτιδα, η ξηροστομία και πολλά άλλα.
Υπολογίζεται ότι 3%-4% των ασθενών που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία για άλλο πρόβλημα υγείας θα εμφανίσουν ανεπιθύμητες δερματοβλεννογόνιες αντιδράσεις από τα φάρμακα που παίρνουν, ενώ πάνω από 5% όσων νοσηλεύονται στα δερματολογικά νοσοκομεία έχουν ανάλογες αντιδράσεις από τη λήψη φαρμάκων για άλλη αιτία.
Οπως εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής Στοματολογίας δρ Γιώργος Χ. Λάσκαρης, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Στοματολογίας, ο βλεννογόνος του στόματος μαζί με το δέρμα αποτελούν τους πιο συχνούς «στόχους» των ανεπιθύμητων φαρμακευτικών αντιδράσεων, με τις γυναίκες, τους ηλικιωμένους και όσους λαμβάνουν ταυτοχρόνως πολλά διαφορετικά φάρμακα να έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να τις εκδηλώσουν.
«Υψηλού κινδύνου είναι επίσης οι ασθενείς που λαμβάνουν ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων, όπως τα αντιβιοτικά, οι σουλφοναμίδες, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα, τα κυτταροστατικά, ορισμένα φάρμακα για την πίεση και την πηκτικότητα του αίματος κ.ά., αν και κάθε φάρμακο δυνητικά είναι ύποπτο για ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο στόμα» προσθέτει.
Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να εντοπίζονται αποκλειστικά στο στόμα ή να αποτελούν μέρος γενικευμένου (συστηματικού) προβλήματος. Στις τοπικές εκδηλώσεις συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων αλλεργική στοματίτιδα, πληγές (μη ειδικές ελκωτικές βλάβες), διόγκωση ούλων, απολεπιστική χειλίτιδα, ξηροστομία, αλλαγή γεύσης, μόλυνση με τους μύκητες κάντιντα κ.λπ., ενώ στις συστηματικές διάφορα σύνδρομα και ασθένειες (π.χ. πολύμορφο ερύθημα).
«Πολλές από τις βλάβες στο στόμα προκαλούν πόνο, δυσκολία στη μάσηση και στην κατάποση, ενώ άλλες (π.χ. αγγειοοίδημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, σύνδρομο Lyell, πέμφιγα) είναι πολύ σοβαρές και μπορεί να απειλήσουν ακόμη και τη ζωή του ασθενούς» τονίζει ο δρ Λάσκαρης.
Πού οφείλονται όμως οι αντιδράσεις αυτές; «Στην εμφάνισή τους μπορεί να παίξουν ρόλο ανοσολογικοί παράγοντες και η γενετική/γονιδιακή ευαισθησία σε ορισμένα φάρμακα (δύο παράγοντες δηλαδή που είναι απρόβλεπτοι), αλλά και μη ανοσολογικοί μηχανισμοί που μερικές φορές είναι προβλέψιμοι» απαντά.
Σε κάθε περίπτωση, όταν ένας ασθενής παρουσιάσει ξαφνικά συμπτώματα στο στόμα και το δέρμα, που χρονικά συμπίπτουν με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, πρέπει να έλθει γρήγορα σε επαφή με τον γιατρό που του χορήγησε το ύποπτο φάρμακο και στη συνέχεια με ειδικό στοματολόγο ή δερματολόγο, συνιστά ο δρ Λάσκαρης.
Και αυτό, διότι για να αντιμετωπιστούν άμεσα οι στοματικές αντιδράσεις των φαρμάκων απαιτείται έγκαιρη διάγνωση, άμεση διακοπή του ύποπτου φαρμάκου και άμεση θεραπευτική παρέμβαση, η οποία μπορεί να είναι υποστηρικτική ή ειδική για τη συγκεκριμένη βλάβη που έχει ο ασθενής. Αν μάλιστα το πρόβλημα είναι σοβαρό, μπορεί να απαιτηθεί ακόμα και νοσηλεία στο νοσοκομείο, τονίζει.
Η διάγνωση γίνεται με βάση τη χρονολογική σειρά λήψης του φαρμάκου και αντιδράσεων στο στόμα, τα κλινικά χαρακτηριστικά της βλάβης που έχει εκδηλωθεί και, φυσικά, την καταγραφή κατά το παρελθόν στην ιατρική βιβλιογραφία παρόμοιων αντιδράσεων έπειτα από τη λήψη του συγκεκριμένου φαρμάκου.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο στοματολόγος ιατρός θα καταγράψει όλα τα φάρμακα που έλαβε ο ασθενής και πότε, τον χρόνο εμφάνισης της όποιας βλάβης, το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη λήψη των φαρμάκων και την εμφάνιση της βλάβης, το αν βελτιώνονται τα στοματικά συμπτώματα όταν ο ασθενής δεν παίρνει το φάρμακο και αν αυτά επανεμφανίζονται όταν το ξαναχρησιμοποιεί. Επιπλέον, θα εξετάσει το είδος της βλάβης, την κατανομή της και το αν προσβάλλει άλλους ιστούς (π.χ. βλεννογόνους) ή προκαλεί διόγκωση λεμφαδένων και προσβολή σπλάγχνων.