Για πολλούς παραμένει επί δεκαετίες μια αινιγματική παρουσία. Γεννημένη από έλληνες ορθόδοξους γονείς το 1955 στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, δείχνει να προχωρά τον δικό της δρόμο με εμφανίσεις που ενίοτε αγγίζουν τα όρια του performance art, ζοφερές αναπαραστάσεις και μυθοπλασίες. Η Ντιαμάντα Γκαλάς έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα καθώς επιστρέφει στις ρίζες των τραγουδιών ανασύροντας μια κατάμαυρη αλήθεια. Στη διάρκεια της καριέρας της έχει δεχθεί πολλούς χαρακτηρισμούς που αποτελούν απέλπιδες προσπάθειες «προσαρμογής» της τεράστιας προσωπικότητας σε μικρά κουτάκια. Πού όμως χωρά μια καλλιτέχνιδα όταν έχει συνεργαστεί με τον Ιάννη Ξενάκη, τον Τζον Πολ Τζόουνς των Λεντ Ζέπελιν, την Πι Τζέι Χάρβεϊ και τους δικούς μας βασιλιάδες του black metal Ρότινγκ Κράιστ; Φέτος, ύστερα από εννέα χρόνια απουσίας, η Γκαλάς επιστρέφει με δύο άλμπουμ («All the Way» & «In Concert at Saint Thomas The Apostle Harlem»), που περιέχουν δημοφιλή κομμάτια διασκευασμένα από την ίδια. Και αύριο συναντά το ελληνικό κοινό στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ποια μουσική ακουγόταν περισσότερο σπίτι σας στα παιδικά σας χρόνια;

Ακουγόντουσαν πολύ τα ρεμπέτικα, αλλά και τα ανδαλουσιανά τραγούδια. Ομως θυμάμαι και τζαζ από τη Νέα Ορλεάνη, αλλά και κλασική μουσική της ρομαντικής περιόδου. Η μητέρα μου καταγόταν από τη Μάνη, τον τόπο όπου οι γυναίκες μπορούσαν να κάνουν πολλά με τα χέρια τους –αλλά δεν άνοιγαν το στόμα τους συχνά.

Η γιαγιά μου ήταν από τη Μάνη και θυμάμαι το πείσμα της αλλά και την επιφυλακτικότητά της απέναντι στην όποια αλλαγή.

(Γέλια) Τι να σου πω, ακούγεται σαν να περιγράφεις εμένα!

Ούτε που θα φανταζόμουν κάτι τέτοιο για εσάς. Εδώ ο μουσικός Τύπος χρησιμοποιεί κυρίως δυο όρους για να σας περιγράψει: πότε σας αποκαλεί «μοναδική» και πότε «αβανγκάρντ». Εσείς τι λέτε;

Νομίζω πως ο μουσικός Τύπος πρέπει επιτέλους να αρχίσει να περιγράφει αυτά που ακούει με μουσικούς όρους! Να αρχίσουν δηλαδή να μιλούν πάλι για συγχορδίες, για αναπτύξεις συνθέσεων, να εξηγήσουν στο κοινό τους, αν θέλετε εκπαιδεύοντάς το, τι σημαίνει «λεγκάτο», «στακάτο», τι θα πει «διάστημα», πώς η τονικότητα μπορεί να μεταμορφώσει ένα μουσικό θέμα, πώς μπορεί να εξελιχθεί μουσικά μια βασική συγχορδία… Αλλά δυστυχώς εμείς οι μουσικοί σπάνια διαβάζουμε πλέον τέτοια κείμενα. Υπάρχει μια αοριστία, μια θολούρα, μια τεμπελιά.

Υπάρχουν όμως κι άλλοι όροι, εκτός των μουσικών, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε έναν δημοσιογράφο, όπως οι θεατρικοί.

Αν μιλάμε για το πώς μια φωνή μπορεί να συμπεριφερθεί «θεατρικά» αναλόγως με τον στίχο, βεβαίως. Η φωνή της Αννας Βίσση είναι ένα καλό παράδειγμα. Οι αμανέδες στηρίζονται πολύ σε αυτό. Και η Βίσση «πατά» πάνω στη φόρμα του αμανέ. Να μελετάτε την Αννα Βίσση, λοιπόν!

Εκτός από «μοναδική», χαρακτηρίζουν τη φωνή σας και «σκοτεινή», ένας επίσης γενικός και μάλλον επιφανειακός όρος.

Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι εννοούν; Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω. Πως, δηλαδή, επιλέγω να τραγουδήσω για θέματα αληθινά, αντί να σπάω πλάκα; Οχι πως υπάρχει τίποτα κακό με το δεύτερο, αλλά ίσως οι αληθινές ιστορίες είναι λίγο πιο δυσκολοχώνευτες για τον πολύ κόσμο. Και πάλι όμως δεν βγάζω νόημα. Ειλικρινά, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να κάνω μουσική ζωντανή, ενδιαφέρουσα, μουσική που να μη μου προκαλεί βαρεμάρα. Πιστέψτε με, όμως, ξέρω πολύ καλά πως αυτό που είναι για μένα ζωτικής σημασίας σε κάποιον άλλον μπορεί να ακούγεται εντελώς αδιάφορο. Δεν έχω πρόβλημα.

Φύλαξα και ένα απόσπασμα από παλαιότερή σας συνέντευξη όπου λέγατε: «Θα ήταν καλό για κάποιους να γνωρίζουν πόσο αληθινά απαίσιοι είναι ως καλλιτέχνες ώστε να μην τους μπαίνουν ιδέες συνεργασίας μαζί μου».

Ακούγεται εντελώς φρικτό τώρα που το ακούω, αν και το είπα περισσότερο σαν «πείραγμα». Παρ’ όλα αυτά, βρίσκω ανήθικο το ότι κάποιοι μουσικοί εκεί έξω «μισθώνουν» ή «προσκαλούν» άλλους, επιφανείς συναδέλφους τους, για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους ή το ενδιαφέρον του κόσμου. Κανένας αληθινός μουσικόφιλος εκεί έξω δεν εκτιμά αυτές τις πρακτικές, να το ξέρετε.

Διαφορετικά τραγούδια, διαφορετικές μουσικές, διαφορετικές γλώσσες. Υπάρχει τελικά «σύγχρονη» μουσική; Με έναν τρόπο, η μουσική σας ακούγεται μοντέρνα και προαιώνια ταυτοχρόνως.

Αυτό δεν θα πει Ελληνική Τέχνη; Επενδύσαμε τόσο πολύ στο Αιώνιο ακριβώς επειδή ως λαός κάποτε μπορούσαμε να το κάνουμε, επειδή παλαιότερα δεν πιστεύαμε πως θα βρεθεί ποτέ ένας Θεός να το «εξασφαλίσει» για εμάς ή να μας απαγορεύσει τα Είδωλα. Αυτό δεν θα το κατανοήσουν ποτέ οι Αμερικάνοι, ειδικά με όλες αυτές τις φρικτές ταινίες που γυρίζονται βασισμένες στην Ελληνική Μυθολογία. Και πέραν αυτού, τι νόημα θα είχε να τραγουδήσω ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου στα αγγλικά;