Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η συμμετοχή του Ερι ντε Λούκα στη 14η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, οι σφυγμοί ανέβασαν ρυθμούς. Με ποιον τρόπο μπορεί κάποιος να πλησιάσει και τι να πει σ’ έναν άνθρωπο που, εκτός από ικανότατος μυθιστοριογράφος (μια παγκόσμια κορυφή των τελευταίων δεκαετιών), παραμένει και ένα πολιτικό ον που συνέβαλε και συνεχίζει να συμβάλλει στη διαμόρφωση των κοινωνικών χώρων από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως και σήμερα; Η απάντηση ήταν τελικά απλή: με τον πιο άμεσο τρόπο. Διότι ο Ερι ντε Λούκα είναι ένας άνθρωπος έντιμος, που δεν φλυαρεί, ούτε επιδεικνύεται. Αποφεύγει τη συνθηματολογία και την κομπορρημοσύνη. Τα διαπιστώσαμε όλα αυτά και άλλα πολλά το περασμένο Σάββατο στις εγκαταστάσεις της 14ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, στο περίπτερο των εκδόσεων Κέλευθος που εκδίδουν τα τελευταία χρόνια όλα του τα βιβλία. Ηδη από το προηγούμενο βράδυ είχε ξεκινήσει ένας αγώνας τηλεφωνικής σκυταλοδρομίας. Ο συγγραφέας είχε ήδη ένα βαρύ πρόγραμμα απανωτών ταξιδιών και στη Θεσσαλονίκη θα έκανε μια μικρή μόνο στάση. Ο Ερι ντε Λούκα είναι λεπτός (λόγω του ότι συνεχίζει να κάνει ορειβασία στα 70 του), μ’ ένα ζευγάρι διαπεραστικά μπλε μάτια. Μιλά σιγά και συγκροτημένα. Οι απαντήσεις του εσωκλείουν τις συνισταμένες μιας ευρείας πολιτικής και πολιτισμικής σκέψης που δεν αφαλατώθηκε με τον χρόνο. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τη μεταφράστρια των βιβλίων του Αννα Παπασταύρου για τις παρεμβάσεις της και την πολύτιμη βοήθειά της. Ας δούμε τι μας είπε ο συγγραφέας:
Τι ήταν εκείνο που τράβηξε το ενδιαφέρον σας στη λογοτεχνία; Εκδώσατε το πρώτο σας μυθιστόρημα στην ηλικία των 40 χρόνων. Πρωτύτερα είχατε εργαστεί στον χώρο της ξυλουργικής και των οικοδομών. Ποια ήταν τα κίνητρά σας για να ασχοληθείτε αποκλειστικά σχεδόν με τον λόγο;
Μεγάλωσα στο πατρικό μου στη Νάπολι μέσα σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία. Τα περισσότερα ανήκαν στον πατέρα μου και έφταναν μέχρι το ταβάνι. Κοιμόμουν και το βράδυ έπεφταν βιβλία απ’ τον ουρανό. Ηταν το πιο σιωπηλό δωμάτιο της πόλης. Οι λέξεις πετούσαν γύρω μου κι εγώ άκουγα το αθόρυβό τους φτερούγισμα. Η λογοτεχνία μού άρεσε γιατί ήταν μονωτικό υλικό. Στη συνέχεια ήθελα πολύ να εμβαθύνω σ’ αυτό το υλικό. Να μάθω τις πτυχώσεις του, το πώς φτιάχτηκε. Το γράψιμο ήταν πάντα για μένα μια συντροφιά. Το πρώτο μου διήγημα το έγραψα στην ηλικία των έντεκα χρόνων. Ηταν ένα παραμύθι, θυμάμαι, με πρωταγωνιστή ένα ψάρι. Τότε «τσακωνόμουν» συχνά με τον Αίσωπο. Το δικό μου ψάρι δεν ήταν σε θέση να γνωρίσει κανένα ανθρώπινο πλάσμα. Η πρώτη τυχαία δημοσίευση αυτού του παραμυθιού μ’ έβαλε σε σκέψεις εάν θα πρέπει να ακολουθήσω τους δρόμους της γραφής. Δεν ήμουν σίγουρος γιατί το έπραξα. Ούτε και τώρα είμαι.
Τι είναι λογοτεχνία για σας;
Η καλύτερη παρέα. Ο καλύτερος τρόπος να έχεις συντροφιά. Η λογοτεχνία βελτιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου. Σε βοηθά να φτιάξεις το δικό σου ξεχωριστό λεξιλόγιο και δεν αφήνει επ’ ουδενί να περάσουν και κατ’ επέκταση να διαβρώσουν τον οργανισμό σου τα βλαπτικά υλικά. Επίσης είναι το αέναο βύθισμα σ’ εκείνο το παράξενο μονωτικό υλικό που με περιέβαλλε από μικρό παιδί.
Παρότι η πολιτική κάνει γενικά, τα τελευταία χρόνια αλλά και άλλοτε, έντονη την παρουσία της τόσο σε κοινωνικούς όσο και σε εργασιακούς χώρους, ωστόσο για έναν συγγραφέα το να δηλώνει την πολιτική του κατεύθυνση μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις, αλλά και μέσα από τα λογοτεχνικά του κείμενα, θεωρείται ακόμη ταμπού. Πού οφείλεται αυτό;
Οι συγγραφείς οι οποίοι δεν δηλώνουν την πολιτική τους τοποθέτηση είναι φανερό πως δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να χάσουν την πελατεία τους ή μέρος αυτής της πελατείας. Προσωπικά, την όποια φήμη έχω τη χρησιμοποιώ ως όργανο. Είμαι ένας πολίτης που με τα όσα λέει και κάνει εκμεταλλεύεται τη φήμη του συγγραφέα Ερι ντε Λούκα, με αποτέλεσμα να χάνω συνεχώς πελατεία. Οταν με ρωτούν –και πιστέψτε με με ρωτούν πολύ συχνά –πόσα βιβλία πουλάω, απαντώ ως εξής: Πουλάω ένα αντίτυπο στον εκδότη μου και είμαι ευχαριστημένος. Για τα υπόλοιπα δεν μ’ ενδιαφέρει να μάθω.
Τα τελευταία χρόνια έχει κυριαρχήσει ο λόγος της οικονομίας στη δημόσια σφαίρα. Μέχρι και σήμερα όμως δεν έχουμε καταφέρει να ονοματίσουμε τι είναι κρίση. Τελικά πώς ορίζεται η κατάσταση που βιώνουμε;
Είμαστε σε μια εποχή ειδωλολατρίας της οικονομίας. Η Ιταλία –από την εποχή που την κυβερνούσε ένας ζάπλουτος επιχειρηματίας (σ.σ. εννοεί προφανώς τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι) –βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτής της κατάστασης. Αμεση συνέπεια της ειδωλολατρίας αυτής είναι η υποβάθμιση του πολίτη σε πελάτη. O τελευταίος αξιολογείται αναγκαστικά πλέον, ανάλογα με την καταναλωτική του δύναμη. Αν δεν έχει, είναι για πέταμα. Αν έχει, το συζητάμε. Εν συνεχεία ο πελάτης υποβιβάζεται σε προϊόν. Ευτελές, παροδικό. Σε παράλληλο χρόνο συμβαίνει το εξής αναπάντεχο: ο πελάτης βρίσκεται απομονωμένος από το προϊόν. Κάτι που δεν συνέβαινε στον παραδοσιακό καπιταλισμό. Αυτή είναι η κρίση σήμερα. Μια συνεχής υποβάθμιση και αντικατάσταση. Δεν ζούμε πια σε μια κοινότητα, αλλά σ’ ένα σουπερμάρκετ. Εκεί όπου μπορούμε ελεύθερα, υποτίθεται, να διαλέξουμε παιδεία, υγεία, δικαιοσύνη.
Γράφετε για πρόσωπα και ιστορίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν σχετιστεί άμεσα με τις εμπειρίες της ζωής σας;
Γράφω για πράγματα που έχουν περάσει μέσα από το σώμα μου. Η εμπειρία είναι πάντα χειροπιαστή. Το μυαλό μου είναι το τελευταίο που μαθαίνει απ’ αυτή τη σωματική διεργασία. Αλλά είναι και το μόνο που μπορεί να τη μεταφράσει σε λέξεις.
Ζείτε κοντά στη φύση. Εχετε άμεσα σχέση με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Στα έργα σας εξετάζετε συστηματικά τα πρωταρχικά ένστικτα. Πώς τα καταφέρνετε;
«Το πανί που καλύπτει τους γοφούς του Χριστού είναι μια λογοκρισία»
Αρκετές φορές έχετε ασχοληθεί με το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία κι έπειτα στην ενηλικίωση. Αραγε πότε είμαστε σε θέση να συνειδητοποιήσουμε ποιοι είμαστε;
Η συνειδητοποίηση έρχεται από την παιδική ηλικία. Η πρώτη αντίδραση του παιδιού σε ό,τι συμβαίνει γύρω του είναι η φράση «δεν είναι δίκαιο». Δεν λέει, για παράδειγμα, αυτό δεν είναι ωραίο ή καλό. Είναι η πρώτη επίγνωση της δικής του παρουσίας σε σχέση με τους μεγάλους. Το αίσθημα της δικαιοσύνης είναι το θεμελιώδες συστατικό της διαμόρφωσης του παιδιού. Εκεί πάνω σχηματίζεται το συνειδησιακό μας πεδίο.
Πείτε μας τι σας απασχολεί αυτή την περίοδο, όπως και μερικά λόγια για το πιο πρόσφατο έργο σας «La natura esposta» (στα ελληνικά: «Η γυμνή φύση») που πρόκειται να κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα.
Στον Νότο η φύση είναι το φύλο του ανθρώπου. Η φύση εκθέτει τη γυμνότητα. Με τη σειρά της η γυμνότητα δεν εκτίθεται ως επίδειξη, αλλά ως καταδίκη. Η γυμνή φύση –la natura esposta –αποτυπώνεται στο άγαλμα του Εσταυρωμένου. Το πανί που καλύπτει τους γοφούς του Χριστού είναι μια λογοκρισία που επιβλήθηκε στις εικόνες αμέσως μετά τη Σταύρωση. Λογοκρίνεται το πραγματικό μαρτύριο που είναι και το μαρτύριο του γυμνού σώματος στα μάτια όλων. Το βιβλίο είναι η ιστορία ενός γλύπτη που προσπάθησε να αφαιρέσει το ύφασμα αυτό. Κατά τα άλλα ετοιμάζω ένα μεγάλο άρθρο που έχει τίτλο: «Αν τα δελφίνια ερχόντουσαν σε βοήθεια». Είναι μια εκτεταμένη περίληψη της εμπειρίας που είχα επί δύο εβδομάδες πάνω στο καράβι των Γιατρών χωρίς Σύνορα στο Λιβυκό Πέλαγος. Κοντά στο περασμένο Πάσχα, επί δέκα ώρες τη μέρα σχεδόν περισυλλέγαμε πρόσφυγες που πνίγονταν στη θάλασσα. Σώσαμε αρκετές ζωές. Κάναμε το καθήκον μας, τίποτα το σπουδαίο δηλαδή…