Το αφηγηματικό βιβλίο της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου «Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες» (δεκαοκτώ στο σύνολό τους) είναι ένα έντιμο βιβλίο, με την έννοια ότι δεν σε ξεγελάει σε σχέση με τις προθέσεις του, που είναι με έναν χαμηλόφωνο τρόπο να αποσπαστεί το «επικό» στοιχείο μιας καθημερινότητας, η οποία, αν και κοντινή μας, μας αιφνιδιάζει όσο και η πιο άγνωστη και πιο μακρινή. Αν και «μοσχοβολάει» Ελλάδα, οι επιμέρους ατμόσφαιρες δεν χρειάζεται να συνδέονται με ονόματα πόλεων ή περιοχών, φτάνει ο, αν και αόριστος, πολύ συγκεκριμένος χαρακτηρισμός όπως γίνεται με τις λέξεις «πόλη», «πρωτεύουσα», «νησί», «επαρχία» ή «μικρός τόπος» για να οριστεί το πλαίσιο και στη συνέχεια μια ανθρώπινη εξέλιξη στην οποία, καθ’ όλα υπαγορευμένη, μπορεί να επεμβαίνει η συγγραφέας και να της δίνει μια εντελώς απρόβλεπτα νόμιμη τροπή.
Επομένως, αν κάτι χωλαίνει στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο είναι το οπισθόφυλλο, όπου διαβάζουμε ως συμπερασματική του τοποθέτηση τη σχεδόν ακατανόητη παράγραφο την υπογεγραμμένη από τον Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο που λέει: «Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου αναπαριστά και στεγάζει τα οράματα μιας ολόκληρης γενιάς λογοτεχνών οι οποίοι αναζητούν την υπέρβαση της εμπορευματικής νοηματοδότησης της λογοτεχνίας. Απονευρώνει κατεστημένες πεποιθήσεις και προσδοκίες, αντιμάχεται την “τραπεζική” αντίληψη της συγγραφικής τέχνης και τον εργαλειακό λόγο της λογοτεχνικής μανιέρας και ψηλαφεί με χιούμορ, λοξό και δηκτικό αλλά διασκεδαστικό και, σε κάθε περίπτωση, συναισθηματικό, τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της». Αν με το «αντιμάχεται την “τραπεζική” αντίληψη της συγγραφικής τέχνης» υπαινίσσεται την ιδιότητα της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου ως υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας που υπήρξε, θα μπορούσε να έχει σκεφτεί λαμπρούς δημιουργούς που προηγήθηκαν σε αντίστοιχη θέση όπως οι πεζογράφοι Ηλίας Βενέζης, Τάκης Χατζηαναγνώστου, Γιώργος Κορδομενίδης ή οι ποιητές Μηνάς Δημάκης, Κική Δημουλά, Δημήτρης Δασκαλόπουλος (θα πρέπει να υπήρξαν κι άλλοι, αίφνης ο Νάσος Δετζώρτζης) που μόνον «τραπεζική αντίληψη» δεν χαρακτηρίζει το έργο τους ώστε να λογαριάζεται αυτό ως ένα ιδιαίτερο κατόρθωμα. Οταν τα εμφανή είναι τόσο πολλά στη «Μακρυγιαλού» καθώς με την πρώτη κιόλας ιστορία αναγνωρίζουμε πως η μαγεία που ασκεί (όπως και οι λοιπές δεκαεπτά ιστορίες), είναι γιατί πριν υπάρξει ως γραπτό κείμενο είχε κυκλοφορήσει ως προφορικός λόγος. Με τόση μάλιστα έμφαση στην προτεραιότητα των προφορικών αφηγήσεων ώστε ακόμη και στον μετασχηματισμό και στην αλλοίωσή τους, όπως μπορεί ο καθένας να τα επιχειρεί ενώ τις αναπαράγει, αναδεικνύουν μια πολύ πιο στέρεη και ουσιαστική εικόνα του κόσμου σε σχέση με τις γραμμένες μαρτυρίες που καταντούν τελικά σώματα ταριχευμένου, μουμιοποιημένου λόγου.
Η προφορικότητα
Ισως η έξαρση της προφορικότητας στις ιστορίες της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου να συνάδει απόλυτα με τους ήρωές της που, περιθωριακοί και αποσυνάγωγοι στην πλειοψηφία τους, ή μάλλον στο σύνολό τους, κυριολεκτικά άπιαστοι σαν το νερό, θα ήταν αδύνατον να τους οικειοποιηθούμε στον βαθμό που επιτυγχάνεται τώρα, αν δηλαδή υποτάσσονταν στους κανόνες μιας ορθόδοξης γραφής με κύριο μέλημα την καλλιέπεια, την ακρίβεια, την εμπεδωμένη ψυχολογική παρατήρηση. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι αν γινόταν σε δυο τρεις ιστορίες να παρακολουθήσει η ίδια η συγγραφέας την εξέλιξη των ηρώων της ώς τις έσχατες συνέπειες των συμπεριφορών τους –αφού άλλωστε σαφέστατα τις υπαινίσσεται –και δεν τις άφηνε κατά κάποιον τρόπο μετέωρες, θα είχαμε πραγματικά λογοτεχνικά διαμάντια. Χωρίς να σημαίνει ότι τώρα δεν λάμπουν αναντικατάστατες, αφού οι ήρωες όλων των ιστοριών δεν παύουν να παραμένουν φορείς ενός μυστικού που, ακόμα και όταν «παραβιάζεται» συγγραφικά, δεν παύει να βασανίζει τόσο τους ίδιους όσο και τη δημιουργό τους και τον αναγνώστη σαν να μην είχε ποτέ ερευνηθεί και γίνει γνωστό το μυστικό αυτό.
Η αισθηματική εμπλοκή της συγγραφέως στις αφηγούμενες ιστορίες, αντί να αποδυναμώνει την κλιμακούμενη έντασή τους, αντίθετα ενορχηστρώνει θαυμάσια τις επιμέρους ιδιαιτερότητες των ηρώων της. «Ιδιαιτερότητες» που γίνονται ακόμα πιο χαρακτηριστικές, σχεδόν σαν να αφορούν ολόκληρο έναν πληθυσμό, καθώς τη Λίτσα του «Μπορντέλου» τη συναντάμε σε έναν πολύ λιγότερο πρωταγωνιστικό, καίριο όμως, ρόλο στην ιστορία με τον τίτλο «Ο γιος της Αδριανής» και τη Μακρυγιαλού, την ηρωίδα της ομότιτλης ιστορίας, στην αντίστοιχη ακροτελεύτια του βιβλίου, τις «Ξεχασμένες ταχυδρομικές ιστορίες», με την κατάληξή της να θυμίζει το αξεπέραστης ομορφιάς κλείσιμο του διηγήματος «Η ώρα της φυρονεριάς» του Δημήτρη Χατζή.
Συμπτωματική σχέση
Δύσκολο αν όχι αδύνατο να εντοπίσει κανείς τους συγγραφείς που έχει διαβάσει, ή την έχουν επηρεάσει, η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου –αφού η «Μακρυγιαλού» είναι το πρώτο της βιβλίο –και μάλλον συμπτωματική θα χαρακτήριζε κανείς τη σχέση της με τον δημιουργό των «Ανυπεράσπιστων», που ήδη σημειώσαμε, καθώς παραμένει τόσο διαφορετική ανάμεσά τους η οπτική γωνία σε σχέση με την καταγγελλόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση, που γίνεται όμως αντιληπτή και στους δύο ως εξόχως πρωτογενής ποιητική σύλληψη. Αναφερόμαστε κυρίως στην ιστορία «Το μπορντέλο», που θα τη χαρακτήριζε κανείς ως μια αφηγηματική εικονογράφηση ενός περιστατικού καταχωρισμένου στην αυτοβιογραφία του Κωνσταντίνου Τσάτσου (ακριβώς, του προέδρου της Δημοκρατίας), με την αντίσταση κατά του γερμανού κατακτητή στην Κατοχή να οργανώνεται στον χώρο ενός συνοικιακού μπορντέλου. Με τη διαφορά ότι στην ιστορία της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου η εικονογράφηση αποκτά την προοπτική ενός πίνακα όπου η ιστορική συγκυρία παντρεύεται αρμονικά με την ανεξαγόραστη προσωπική συνθήκη, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τόσο οι κυρίαρχες ηρωίδες της, η Λίτσα, η Μαρίκα και η Αννιώ, να ενεργοποιούν την εσωτερική της διάσταση όσο και το περιστασιακό πρόσωπο της Βασιλείας της Γατούς.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες
Εκδ. Εντευκτήριο, 2017, Σελ. 88
Τιμή: 9 ευρώ