Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η συμφωνία και η επικείμενη ψήφιση του τέταρτου Μνημονίου συνέπεσαν με μια συντονισμένη, εντός και εκτός χώρας, εκστρατεία αριθμητικής δικαιολόγησης μιας αντικειμενικά δυσμενούς εξέλιξης. Η καταφυγή στους αριθμούς συνήθως υποκρύπτει είτε πολιτική αμηχανία είτε διάθεση αποπροσανατολισμού. Δυστυχώς στην προκειμένη περίπτωση ισχύουν και τα δύο μαζί.
Αριθμούς επιστρατεύει η κυβέρνηση –αλλά πάει πια ο παλιός επικοινωνιακός οίστρος. Πώς να πείσει ότι 5 δισ. ευρώ μέτρα αχρείαστων και άμεσων περικοπών (ύστερα από 7 χρόνια συνεχούς λιτότητας) εξουδετερώνονται από τα μέτρα μελλοντικής και υπό αίρεση άμβλυνσης των συνεπειών ακριβώς αυτών των περικοπών; Πόσοι, ιδίως από τους μετέχοντες ενεργά στην οικονομική ζωή, χαίρονται με το ιερό δισκοπότηρο του φουσκωμένου πλεονάσματος, όταν αυτό συνοδεύεται από αύξηση του ελλείμματος, μείωση του ΑΕΠ, πτώση της αγοραστικής ικανότητας, δηλαδή προκαλείται από την ύφεση και προκαλεί ύφεση; Και πόσο πειστικό είναι το προβαλλόμενο «κέρδος» από τον επίσης αβέβαιο και μελλοντικό «διακανονισμό» του χρέους, όταν ήδη από το τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε η παρούσα κυβέρνηση αποκλείεται ρητά ένα κούρεμα, ενώ οι άλλου είδους διευκολύνσεις (μείωση επιτοκίου, επιμήκυνση αποπληρωμής) αποτελούσαν κεκτημένο συμφωνιών που είχαν συναφθεί προτού αναλάβει η παρούσα κυβέρνηση και που εκείνη απλώς τις κλόνισε με τη «διαπραγματευτική» τακτική της;
Με τους αριθμούς παίζουν και οι εξαντλημένοι από την ελληνική στασιμότητα διεθνείς εταίροι και αναλυτές. Η Επιτροπή και ο φιλέλλην πρόεδρος της δεν φείδονται καλών λόγων για τη λόγω πλεονάσματος «πρόοδο», ενώ στην πραγματικότητα αυτό που τους καθησυχάζει είναι η συνυπογραφή όλων των αιτημάτων τους από την ελληνική κυβέρνηση χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις. Γιατί, αλλιώς, πώς να εξηγηθεί ότι δεν κάνουν καν τον κόπο να συγκρίνουν την ελληνική στα χαρτιά πρόοδο με την πραγματική οικονομική πρόοδο μιας χώρας όπως η Κύπρος, η οποία έχει για όγδοο συνεχόμενο τρίμηνο ανάπτυξη, «τρέχει» με μεγέθυνση 3,3% του ΑΕΠ της και σημειώνει 51% αύξηση των εισαγωγών της; Κάποιοι ρέκτες αναλυτές (βλ. δημοσίευμα της γερμανικής «FAZ» στις 8/5/17) οδηγούν μάλιστα την αριθμητική προσέγγιση στο ακραίο όριό της, «υπολογίζοντας» ότι η Ελλάδα, λόγω επιτοκίων των δανείων που λαμβάνει, όχι μόνο δεν πληρώνει τίποτα για το χρέος της αλλά κερδίζει κιόλας –σαν να μας λένε να μην ανησυχούμε για την ανάπτυξη, τη φέρνουν μόνα τους τα Μνημόνια.
Πέρα από την προφανή αναντιστοιχία των αριθμητικών εξηγήσεων με την κοινή πείρα και την κοινή λογική, το βαθύτερο κακό που κάνουν είναι ότι ξεπερνούν –σαν να μην υπήρχαν ή σαν να ήταν ασήμαντες –τις δύο πιο βαριές συνέπειες της διαιώνισης των Μνημονίων: τον εγκλωβισμό σε υφεσιακή πορεία και την έκπτωση των θεσμών και της δημοκρατίας. Ειδικά η δεύτερη συνέπεια δεν άρχισε μεν με την παρούσα κυβέρνηση, αλλά επιταχύνθηκε και βάθυνε σε σχεδόν οριακό βαθμό: ο εφαρμοστικός νόμος του τέταρτου Μνημονίου κερδίζει όλα τα βραβεία κρυφών προβλέψεων, αντισυνταγματικών διατάξεων, ανεπαρκούς συζήτησης και εξήγησης, υποκρισίας και υποχώρησης του κράτους δικαίου. Μια κυβέρνηση που ήρθε να μας απαλλάξει από τα Μνημόνια και πάντως να ξαναδώσει στη χώρα «αξιοπρέπεια», προσπαθεί τώρα να κρύψει το γεγονός ότι η πλήρης υποταγή της στη «μνημονιακή λογική» έφερε και υπονόμευση του δημοκρατικού ιστού. Υπονόμευση που δεσμεύει όχι μόνο την επόμενη κυβέρνηση αλλά και τις επόμενες γενιές.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος